(Πώς να σώσεις έναν νεκρό φίλο)
της Marusya Syroechkovskaya
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_how-to-save.jpg

Η Μαρούσια είναι 16 χρονών κι ήδη βουτηγμένη στις καταχρήσεις και στην κατάθλιψη στην άχρωμη πόλη που ζει -όλη η Ρωσία είναι εξάλλου μια χώρα για καταθλιπτικούς, όπως λέει. Υποφέρει διαρκώς, χαρακώνεται μ’ ότι βρει κι έχει αποφασίσει πως θα μείνει μόνο ένα χρόνο ακόμα σ’ αυτή τη γη – οι φίλοι της έχουν αρχίσει να την κάνουν ένας-ένας. Και τότε απρόσμενα γνωρίζει τον Κίμι, εξίσου εξαρτημένο, αυτοκαταστροφικό και παθιασμένο με τους Joy Division που σπουδάζει Ιστορία και πιστεύει πως ο Μέγας Αλέξανδρος κατακτούσε τον κόσμο γιατί δεν γνώριζε πως έχει όρια. Τα δικά του είναι ήδη στενά, φροντίζει, όμως, την Μαρούσια όσο μπορεί, την κινηματογραφεί στις συναυλίες με το γκρουπ της, στις εξόδους τους ή στο σπίτι και το ίδιο κάνει κι αυτή. Για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια η Μαρούσια κι ο Κίμι ερωτεύονται, παντρεύονται, παίρνουν γάτες, εκείνη τον χωρίζει γιατί ο Κίμι δεν βάζει τίποτα πιο πάνω απ’ τα ναρκωτικά, αλλά δεν τον εγκαταλείπει, αντίθετα τον κινηματογραφεί ολοένα και πιο πολύ, στο σπίτι, στα ψυχιατρεία που από ένα σημείο και πέρα μπαινοβγαίνει για να κοροϊδεύει το κράτος όπως λέει, με την οικογένεια ή τον επίσης ναρκομανή αδελφό του, ή και με την ίδια να της μιλάει ξανά για τη ζωή και τα όρια. Πού όσο περνάει ο καιρός γίνονται όλο και πιο πεπερασμένα…
Τι μπορεί να περιμένει κανείς από ένα ντοκιμαντέρ που ξεκινάει με την κηδεία του ενός πρωταγωνιστή; Και πόσο μπορεί ν’ αγγίξει το θεατή αυτή η ανάστροφη εξιστόρηση κυρίως μέσα από home video μιας εξ αρχής προδιαγεγραμμένης ήττας;  
Όπως κι αν εκλάβει κανείς το Πώς να σώσεις έναν νεκρό φίλο της Μαρούσια Σιρετσόβσκαγια, ως χρονικό δηλαδή μιας αγάπης που δεν ξεθώριασε με το θάνατο, ή ως ζωτική ανάγκη ενός δημιουργού να κάνει τέχνη τις μνήμες του για να συνεχίσει, κι ισχύουν εξίσου και τα δύο με την ιστορία τους να αποτελεί ταυτόχρονα σχόλιο για τα αδιέξοδα μιας γενιάς και τη διαχρονική πολιτική κατάθλιψη μιας ολόκληρης χώρας (πολύ χαρακτηριστικές οι σκηνές με τις Πρωτοχρονιές), το αποτέλεσμα είναι ένα εκ βαθέων, πολύ προσωπικό κι απόλυτα χειροποίητο ντοκιμαντέρ, ανεξάρτητου Ρωσικού σινεμά αν μπορούμε να επικαλεστούμε έναν τέτοιο όρο, εντελώς γουντιαλενικό στον τρόπο που η Σιρετσόβσκαγια, ξεσκίζει υπαρξιακά τις σάρκες της -μερικές φορές και κατά κυριολεξία- και με το ίδιο μαύρο χιούμορ.
Οι ευρηματικές της λύσεις που μπαίνουν εμβόλιμα κάνουν τη φόρμα πειραματική στο σύνολο, όχι τόσο επειδή υπήρχε τέτοια ανάγκη για να καταστεί συνεκτικό το υλικό -κάτι που πετυχαίνει από μόνη της η αυτό-σαρκαστική κι έξω απ’ τα δόντια εκτός κάδρου αφήγηση της σκηνοθέτριας σε συνδυασμό με το πώς έχει μοντάρει τα φιλμάκια- αλλά κυρίως γιατί η σκηνοθέτρια (όπως ούτε κι η παραγωγός) δεν ήθελε διόλου να ρίξει στους ώμους του θεατή ολόκληρο το βάρος μιας τόσο σπαραξικάρδιας απώλειας. Η αδυναμία ενός ανθρώπου να κρατηθεί απ’ τη ζωή -κι εδώ ενυπάρχει σίγουρα κι ένα μη ειπωμένο σχόλιο για την ολέθρια δύναμη των ναρκωτικών- δεν καθιστά κάποιον λιγότερο αξιόλογο, ή καλό, πόσο μάλλον εδώ που ο Κίμι είναι και τα δυό κι αυτό κάνει ακόμα πιο οδυνηρό το ότι δεν μπορεί κανείς να τον συγκρατήσει.
Η απόφαση αυτή της συγκράτησης του συναισθήματος που εκφράζεται στην αφήγηση κατ’ απόλυτη αντιστοιχία με τα λόγια  και τη στάση του ίδιου του Κίμι που μιλάει για την κατάστασή του σχεδόν σαν ν’ αφορά κάποιον άλλο και δεν αφήνει τη συγκίνηση να τον κατακλύσει παρά μόνο για μια στιγμή – αρκετή όμως για να πει αυτό που θέλει- δημιουργεί μοιραία μια συναισθηματική απόσταση στο θεατή, χάρη στην οποία δεν μένει ανυπεράσπιστος μπροστά στον προφανή παραλληλισμό που έχει η ιστορία των δύο νέων παιδιών, μ’ εκείνη των αναπόφευκτων ορίων της ζωής και εν τέλει της ανθρώπινης μοίρας. Παρ’ όλα αυτά η συναισθηματική ταύτιση σε κάποιο βαθμό, χαμηλόφωνα και υπόγεια, λειτουργεί κι ο θεατής βιώνει, αν και δήθεν πιο ανέμελα, πώς το αναπόδραστο τέλος του Κίμι τον αφορά, και νοιώθει κι αυτός την ανάγκη, όπως ίσως ένοιωθε κι η Μαρούσια πολλές φορές, μιας άλλης εκδοχής στην οποία ο Κίμι θα μπορούσε να σωθεί πριν πειστεί κι αυτός, απ’ τη σκηνοθέτρια, πως, όταν κάθε ελπίδα έχει χαθεί, για να σώσεις έναν νεκρό φίλο πιο πέρα απ’ τη μνήμη σου δεν υπάρχει άλλος τρόπος απ’ την τέχνη.