της Μαρίας Γαβαλά
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_la-religieuse.jpg

Δημοσιευμένο χωρίς το όνομα του συγγραφέα αρχικά, εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα, το μυθιστόρημα «Η καλόγρια» του Ντιντερό εξιστορεί μέσω μιας πρωτοπρόσωπης αφήγησης, εν είδη ημερολογίου ή εκμυστηρεύσεων, τις κακοτυχίες, στα 1760, μιας νεαρής καλόγριας, της Σουζάν Σιμονέν. Η δεκαεπτάχρονη κοπέλα προέρχεται από αριστοκρατική οικογένεια, πλην όμως είναι καρπός παράνομου ερωτικού δεσμού, ενώ δεν έχει καμιά φυσική κλίση προς τη μοναστικότητα. Η οικογένειά της σφετερίστηκε την προίκα της, υποχρεώνοντάς την να ακολουθήσει τον μοναστικό βίο, εγκλείοντάς την, διαδοχικά, σε τρία μοναστήρια και φέρνοντάς την αντιμέτωπη, όχι μόνο με τις συμφορές του εγκλεισμού, της απομόνωσης και της στέρησης της ελευθερίας της, αλλά και με τρεις διαφορετικούς χαρακτήρες ηγουμενισσών, τρεις παραλλαγές της ίδιας πάντα θρησκευτικής τιμωρητικής εξουσίας.
Ο Diderot ισχυριζόταν ότι είχε γράψει μια τρομακτική σάτιρα (μεταξύ αλήθειας και επινόησης, ψευδαίσθησης και ειρωνείας) του καθεστώτος  που επικρατούσε στα γυναικεία μοναστήρια, τον 18ο αιώνα στη Γαλλία, όπου πολλές οικογένειες έθαβαν ζωντανές τις θυγατέρες τους, λόγω οικονομικών δυσχερειών ή περιουσιακών ερίδων. Με λίγα λόγια, όταν δεν είχαν άλλη λύση πέρα από το να τις ξεφορτωθούν. «Η καλόγρια» όμως αποτελεί και μια απολογία/ κατηγορητήριο για το τι ακριβώς συμβαίνει όταν πας κόντρα στην ίδια την κλίση του ανθρώπου προς τη φυσικότητα, συνεπώς είναι και μια ένθερμη υπεράσπιση του δικαιώματος της ατομικής ελευθερίας του ανθρώπου, κυρίως της γυναίκας.
Προϊόν σύζευξης συναισθημάτων, τόσο βαθιάς συγκίνησης που απορρέει από συμπόνια προς τη δυστυχία του ανυπεράσπιστου, εξαπατημένου και εξαναγκασμένου σε «εν ζωή θάνατο» κοριτσιού, όσο και οργής απέναντι σε μια απάτη που ισοδυναμεί με έγκλημα, συνεχίζει να είναι πάντα ένα μυθιστόρημα διαχρονικού ενδιαφέροντος. Τουλάχιστον οι Γάλλοι κινηματογραφιστές το τίμησαν και το τιμούν ιδιαιτέρως: 1966, «Suzanne Simonin, la Religieuse de Denis Diderot», «Σουζάν Σιμονέν, η Καλόγρια του Ντενί Ντιντερό», του Ζακ Ριβέτ, με την Άννα Καρίνα στον ρόλο της Σουζάν, πλαισιωμένη από τις Liselotte Pulver, Micheline Presle, Francine Bergé, που ενσαρκώνουν τα κυριότερα γυναικεία πρόσωπα αυτής της κωμικοτραγικής ιστορίας. Πρόκειται για θαρραλέα, αιρετική, μεταφορά στον κινηματογράφο, μια από τις σημαντικότερες ταινίες του Ριβέτ, η οποία συνάντησε πλήθος προβλημάτων με τη λογοκρισία. Η ταινία καθυστέρησε σχεδόν δύο χρόνια να βγει στις αίθουσες, λόγω πιέσεων της καθολικής εκκλησίας, η οποία φοβόταν ένα κύμα σφοδρών αντικληρικών εκδηλώσεων. Εξ ου και η σκληρή αντιπαράθεση (μια ακόμη φορά) της Γαλλίας του Σαρλ Ντε Γκωλ και του Αντρέ Μαλρώ με την Νουβέλ Βαγκ, τον Ριβέτ, τον Τρυφώ και τον Γκοντάρ.
2013, «Η μοναχή», του Guillaume Nicloux, μια πιστή μεταφορά στον κινηματογράφο του έργου του Ντιντερό, με εντυπωσιακή εικαστικότητα στην κατασκευή της και αρκετές γόνιμες σκηνοθετικές ιδέες, με τη συμπαθή νεαρή βελγίδα ηθοποιό Pauline Etienne, στον ρόλο της Σουζάν, και την Ιζαμπέλ Υπέρ να δίνει ένα ακόμη ρεσιτάλ ερμηνείας, στον ρόλο της ημιπαράφρονος αποπλανήτριας ηγουμένης της μονής της Sainte-Eutrope. Την ταινία του Ριβέτ τη βρίσκουμε εύκολα στο διαδίκτυο, την ταινία του Γκιγιόμ Νικλού στην πλατφόρμα Cinobo.