(Θα 'ρθει η φωτιά)
του  Oliver Laxe
της Ελίζας Σικαλοπούλου
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_o-que-arde.jpg

Δε με βλέπουν και νομίζουν πως κοιμάμαι
πως ξεχάστηκα στη λάσπη στο βυθό
μα εδώ κάτω τραγουδάω και θυμάμαι
και το ξέρω πως δεν είμαι μοναχός.
Ωκεανός – Γιάννης Αγγελάκας & Νίκος Βελιώτης

Το κερί μόνο επειδή καίγεται φέγγει. Διαφορετικά, αν δεν προσφερθεί στη φλόγα και στη φθορά, θα παραμείνει άθιχτο, αλλά και μακριά από τα γνωρίσματα που το κάνουν να είναι αυτό που είναι.
Η κόκκινη αλεπού/ Οι ξυλοδαρμοί – Κωστής Παπαγιώργης

Η φωτιά θα ρθει, θα τους πάρει και θα τους σηκώσει. Θα αρχίσει να ανυψώνεται σα μικρή κόκκινη σπίθα στο χώμα, σαν άμορφο προσάναμμα, παράξενη σκόνη που διαχέεται αργά στη διάρκεια της μέρας. Θα σηκωθεί και θα φουντώσει όπως της πρέπει με τον αέρα και, όσο η κάμερα θα ψηλώνει, θα περάσει γλυκά από τη νύχτα στο φως της νέας μέρας. Εκεί θα ενωθεί με τον ουρανό για να καεί μες στον ήλιο. Στην πρώτη πυρκαγιά που έβαλε ο Amador, ο ήρωας της ταινίας του Oliver Laxe, πήγε φυλακή για δύο χρόνια.
Αγρίμι που γυρνά στη σπηλιά του με πυρωμένα μάτια, επιστρέφει στη γενέτειρά του, ένα χωριό της ισπανικής Γαλικίας, όπου ζει με τη γριά μητέρα του και την αγελάδα τους (που είναι για εκείνον ό,τι ο σκύλος για το φυλακισμένο). Ρίχνεται με όλη του την ενέργεια στις αγροτικές εργασίες, ενώ οι τόνοι της ταινίας, υπόκωφοι, μας περιδινούν στην ερμητική εσωτερική του εμπειρία. Το τοπίο, πράσινο με τονισμένους τους ψυχρούς τόνους, υγρό και χωμάτινο, δεσπόζει ως κάτοπτρο του ψυχισμού του μέσα από τις νατουραλιστικές εξεικονίσεις. Κάθε του καθημερινή επανεξοικείωση με τη φύση υπερτονίζει τα λόγια του τίτλου, μας θυμίζει τη φωτιά που δεν προοιωνίζεται απλώς, αλλά στέκεται σα ζωντανή απειλή πάνω απ’ τα κεφάλια μας και μας κρυώνει το αίμα.
Το ρυθμικό μοντάζ ζωντανεύει τη σκοπίμως αργή ανάπτυξη του φιλμ, ενώ η κάμερα διαγράφει καταγραφικές κινήσεις που επιτρέπουν τη σύζευξη setting και τοπίου, ανθρώπων και ηρώων, αλλά ταυτόχρονα υπηρετούν βαθύτερα αφηγηματικά κίνητρα: σ’ αυτό το «στεγνό» μελόδραμα, η αφήγηση μονάχα περιγράφει (με ελάχιστο διάλογο) τις ζωές των ηρώων, τις εποπτεύει διακριτικά χωρίς να παρεισφρέει σ’ αυτές.
Και σε τι να διεισδύσει; Ο Amador και που έχει όνομα, πολύ του είναι. Υπακούει αυστηρά σε εσωτερικές κινήσεις, σαν ηθοποιός σε ταινία του Robert Bresson. Υποκείμενο υλιστικών θεωριών, αποστασιοποιημένος απ’ το αδίκημα και την τιμωρία, αυτόνομη, αφηρημένη υπόσταση, ένα τύπου μηχανιστικό αίτιο στο μικρό τοπικό στερέωμα, ο Amador παίρνει στα χέρια του τη βούληση για δύναμη, δύναμη ασώματη, σφοδρή σαν κομήτη. Εκείνη, επεκτατική σαν πνεύμονας που θέλει να καταλάβει όλο τον οργανισμό, τον συνεπαίρνει σαν αυτοδικία, σαν αυτοπαραγόμενη ισχύς που νοηματοδοτεί και καταφάσκει στο παρόν. Στην ακαριαία στιγμή που διαφεύγει από τον ήρωα μέσα στη διαστολή της κενής καθημερινότητας στην οποία ψευτοσυμμετέχει ως εξιλαστήριο θύμα ή αποσυνάγωγος.
Η μόνη φωτιά είναι η ανάσταση του παρόντος που θα κερδηθεί ξανά. Το παρόν του χαμογελά με τα δώρα αυτής της υπόσχεσης για αλλαγή που όλοι επιμένουν να αρνούνται, μιας και έχουν βρει μάλλον τη σταθερή θέση τους μέσα στο δάσος, σαν πεσμένα κλαδιά που δεν κινούνται πια με τις ρίζες τους έξω. Αν τους έβαζε μια φωτιά, μπορεί η φύση και οι άνθρωποί της να ξυπνούσαν σαν από χειμερία νάρκη και, ταυτόχρονα, το απαλό του βήμα πάνω στο χώμα να άφηνε πίσω του ένα τεράστιο αποτύπωμα, προωθητικό της ιστορίας, όπως συμβαίνει στην τραγωδία. Στο μεταξύ, σύμφωνη προς τις σκηνοθετικές επιλογές του Laxe, η κίνηση της κάμερας προσθέτει αντικειμενική χροιά στο συγκρατημένο φιλμικό πυρήνα, που μας ωθεί στο να αποσύρουμε τα ερωτήματά μας σχετικά με την πράξη του εμπρησμού (που φανερώνεται μόνο μέσα απ’ τις συνέπειές της) αλλά να ενδιαφερθούμε για το φαινομενικά δευτερεύον, ζωντανό περιβάλλον του Amador: τους «δικούς» του ανθρώπους.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_o-que-arde-2.jpg
Οι ήχοι της φύσης, της ατμόσφαιρας, της βροχής και του νερού της κρυφής πηγής, σε προοπτική στην ηχητική μπάντα, ακολουθούν τον ήρωα σα μικρά ζώα και συνοδεύουν τις μύχιες σκέψεις του σα μουσική. Σε αντιδιαστολή προς αυτό το ψυχόρμητο τραγούδι βρίσκεται η σιωπή της μάνας του, της απλής γυναίκας της υπαίθρου που δε θα κατανοήσει ποτέ την «παρέκκλιση» του γιου της. Πίσω απ’ τη σιωπηλή επεξεργασία της επιστροφής του, ένας κόσμος αξιών απλώνεται, με τα δικά του κλαδιά και φυλλώματα, μαύροι κισσοί που πνίγουν τη φωνή του πριν βγει. Η φωτιά δε θα είναι τυφλή εκδίκηση, αλλά ετεροχρονισμένη, ενορχηστρωμένη έκφραση. Η εικόνα της καλής πίστης και της μητρικής αγάπης θα αμαυρώνεται από την πατροναριστική πεποίθηση περί του φυσιολογικού και του κόσμιου, από την κρυφή αγανάκτηση της μάνας ότι θα πρέπει η ίδια να συγκαλύψει το γεγονός με δουλικές, ευχάριστες χειρονομίες μέχρι αυτό να ξεχαστεί, προτείνοντάς του να κοινωνικοποιηθεί με τους εργάτες και το «καλό παιδί» Inazio.Καλύτερα να ξεκινήσει τη φωτιά από κει.
Η βία του εξημερωμένου τρυπώνει ξανά και ξανά στην ψυχή του Amador, χαραγμένη στο πρόσωπο των εργατών που τον χαιρετούν με την ευγένεια της ηθικής ανωτερότητας, τον αποδέχονται με τον τρυφερό οίκτο που τους επιτρέπει το χοντρό κουτσομπολιό που φωλιάζει στα δέντρα σαν άναρθρος ψίθυρος, τον καλούν για ένα ποτηράκι με τη γενναιοδωρία του εχθρού που νιώθει ένα απροσδιόριστο αίσθημα απειλής. «Ε, Amador, έχεις φωτιά;» τον χλευάζουν. Αν είχε μαχαίρι, θα το ακόνιζε, αλλά προς το παρόν αρκείται να παίζει λίγο με τα σπίρτα του.
Η άνοστη φάρσα ολοκληρώνεται και το κακό τριτώνει με τα τραχιά χρώματα μιας ερωτικής διάψευσης. Τσιμπημένος με την κτηνίατρο της αγελάδας του, ο ήρωας φοράει κυριακάτικη στολή και συναντά τη γυναίκα σε ένα καφενείο, ρωτώντας την ευθέως αν γνωρίζει για την περίπτωσή του. Διακριτική, κολακευμένη, αλλά με παγωμένο χαμόγελο του δίνει να καταλάβει ότι δεν ενδιαφέρεται. Συνηρημένα τα περιστατικά, σαν έννοια, τον οδηγούν στο δεύτερο εμπρησμό, που μοιάζει με κόκκινη τελετή. Η κάθαρσή του τελείται εκτός κάδρου, ενώ η φωτιά αρπάζει με τη μία αλλά εξαπλώνεται σε αόριστη διάρκεια. «Τι σου κάναμε;» τον ρωτάει ουρλιάζοντας ο Inazio την επομένη ενώ τον χτυπά, και ο δικός μας το υπομένει γιατί γνωρίζει ότι είναι υπαίτιος. «Αφού παίζουμε θέατρο, θα κάνω εγώ τον πρωταγωνιστή!» Έτσι φαίνεται να σκέφτηκε και κέρδισε το βραβείο καλύτερου ηθοποιού στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου (στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2019)!