(Καρουζέλ)
του Zoltan Fábri
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_korhinta.jpg

Με το «Καρουζέλ» πιστοποιείται από πολύ νωρίς η εξαιρετική προσωπική κινηματογραφική πορεία του Ζόλταν Φάμπρι, η οποία ταυτίζεται με τη δυναμική εκκίνηση μιας από τις πιο σπουδαίες εθνικές κινηματογραφίες. Το σινεμά του Φάμπρι διανύει από το 1952 μέχρι το 1983 δύσβατα μονοπάτια της Ουγγρικής ιστορίας και κοινωνίας και κατά κάποιο τρόπο συντίθεται μαζί με άλλους μεγάλους εκπροσώπους του Ουγγρικού σινεμά, όπως ο Μίκλος Γιάντσο, ο Ίστβαν Σάμπο, ο Φέρεντς Κος, η Μάρτα Μετζάρος, ο Ίστβαν Γκάαλ  και ο Κάρολι Μακ μεταξύ άλλων, διατηρώντας μια ιδιαίτερη αλλά και μεταβαλλόμενη γραφή. Ωστόσο, στην περίπτωση του «Καρουζέλ», της τρίτης μεγάλου μήκους ταινίας του Φάμπρι, η κινηματογραφική φόρμα βρίσκεται ενδεχομένως πλησιέστερα στον διαυγή νατουραλιστικό ρεαλισμό του Ίστβαν Ζοτς.
Τοποθετημένη το φθινόπωρο του 1953 η ιστορία εκτυλίσσεται στην ουγγρική ύπαιθρο (πλησίον του Ντέμπρετσεν) και επικεντρώνεται στο απλούστερο θεματικό μοτίβο του κινηματογράφου που δεν είναι άλλο από την αγάπη μεταξύ δυο νέων όπως αυτό έχει θεμελιωθεί στο «Ρωμαίος και Ιουλιέττα». Αυτό όμως που καθορίζει το περιεχόμενο της ταινίας αποτυπώνεται ανάγλυφα στο αρχικό «πλάνο εγκαθίδρυσης» και το πανηγύρι το οποίο εμπεριέχει όλα τα συστατικά της κοινότητας μέσα από την οποία αναβλύζει ο έρωτας της Μάρι (κόρη του γαιοκτήμονα Ίστβαν) και του Μάτε (αγρότη στο κολεκτιβοποιημένο πλέον αγροτεμάχιο του Ίστβαν και παθιασμένο υποστηρικτή του συνεταιρισμού). Με πυκνή κίνηση στα αρχικά πλάνα, ο Φάμπρι αποδίδει τη ζωντάνια της συλλογικότητας, ιδιαίτερα στην «ανάλαφρη» διάστασή της μέσα από το παιχνίδι και χωρατά μεταξύ των συνδαιτυμόνων. Κι εδώ λοιπόν, σχετικά νωρίς στην αφήγηση, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το πιο χαρακτηριστικό σύμβολο της αέναης κίνησης της κοινότητας στην παιγνιώδη χαλάρωσή της που δεν είναι άλλο από το καρουζέλ.
Ο Φάμπρι κινηματογραφεί τον στροβιλισμό των γελαστών επιβατών του καρουζέλ με ιδιαίτερο δυναμισμό (κυρίως από υψηλές γωνίες), καταλήγοντας σε απαράμιλλης ευκρίνειας κοντινά καρέ στην όμορφη Μαρί (Μάρι Τέρετσικ) και στον εκστατικά χαρωπό Μάτεκ (Ίμρε Σοοτς). Ο ειδυλλιακός εορτασμός της ζωής τροφοδοτείται επιπλέον από τον Φάμπρι με αφηγηματική οικονομία έτσι ώστε η αφέλεια της όποιας κινηματογραφικής συνεκδοχής να στρέφεται προς την αλήθεια του συμβολισμού παρά προς την τετριμμένη κατάχρησή της. Αυτό συμβαίνει, λόγου χάριν, στη διπλοτυπία η οποία μεταφέρει τη δράση από την πασχαλίτσα η οποία αναρριχάται με κόπο στην παλάμη της Μαρί στο ειδυλλιακό κάδρο με το τραγούδι των αγροτών έπειτα από τη δική τους κόπωση στους αγρούς και το βλέμμα των δύο νέων στο δάσος.
Η επερχόμενη φθορά στην κοινοτική αλληλεγγύη και ομοψυχία θα εξωτερικευτεί με ερωτική αντιζηλία, κυρίως όμως μέσα από την οικονομική μορφή του γάμου και την υποταγή της γυναίκας στο νόμο της ανταλλακτικής αξίας. «Η γη παντρεύεται γη» είναι το αξιακό καταφύγιο του πατέρα της Μαρί το οποίο κάμπτεται όχι μόνο από τον αγνό έρωτα του Μάτε αλλά και από την ιδεολογική υπεροχή της συνεταιριστικής αξιοποίησης της γης την οποία υπηρετεί ο νεαρός αγρότης. Καθώς τα καρέ του Φάμπρι διακρίνονται από μια ανάγλυφη πλαστικότητα, κυρίως στα κοντινά πλάνα, η Μαρί απεικονίζεται, στιγμιαία, ακόμα και με κάποια πρωτοχριστιανική διάθεση. Είναι η ευκρίνεια της κινηματογράφισης που επιτρέπει στον Φάμπρι και το πρώιμο «Καρουζέλ» την αποτύπωση της φύσης και της κοινότητας με τρόπο που να ενσωματώνει, πέρα από όποια εξιδανίκευση, και την σκληρότητα του αγροτικού βίου, όπως χαρακτηριστικά τεκμηριώνουν τα καθάρια πλάνα στη λασπουριά.
Αν επιχειρηθεί μια επιπλέον θεωρητικοποίηση του μοτίβου του καρουζέλ θα πρέπει ίσως να τονίσουμε ότι η περιστροφική του κίνηση συνάδει με την ίδια την «ελευθερία», καθώς προκειμένου να πραγματοποιηθεί η τελευταία, προϋποτίθεται ο σταθερός άξονας βάσει του οποίου η περιστροφή καθίσταται εφικτή. Το καρουζέλ λοιπόν το οποίο επιτρέπει στην κοινότητα τον εορταστικό πανηγυρισμό της ευτυχίας παραλληλίζεται (επί της ουσίας συνενώνεται) -μέσα από ένα ιδιαίτερα δυναμικό μοντάζ- με τον στροβιλισμό των κορμιών του Μάτε και της Μαρί όταν αυτοί χορεύουν εκστατικά στον τοπικό γάμο ενώ ο Φάμπρι εστιάζει στον γδούπο και την σταθερότητα των ποδιών τους πάνω στο ξύλινο δάπεδο.
Αγνό και συγχρόνως περιεκτικό, ταπεινό και «ελεύθερο» από φορμαλισμό, όπως άλλωστε και οι ανεπιτήδευτοι πρωταγωνιστές του, το «Καρουζέλ» έρχεται να υπενθυμίσει με τον πιο εμφατικό τρόπο την κατά πολλούς πεμπτουσία του κινηματογράφου, δηλαδή την οργανική του σχέση με τη νατουραλιστικά αποτυπωμένη στο φακό πραγματικότητα και την ανόρθωση της τελευταίας σε αληθινό αισθητικό γεγονός.

Σπύρος Γάγγας

Körhinta / Καρουζέλ (ZoltanFábri, Ουγγαρία, 1956)