(Η Πέμπτη Σφραγίδα)
του Zoltan Fábri
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_5-sfragida.jpg

Η διασταύρωση των συνεπειών του φασισμού και του ναζισμού με την ολοκληρωτική χειραγώγηση της βούλησης στα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης τροφοδότησε με φιλοσοφικό υλικό μεγάλο μέρος του σινεμά του δημιουργού σε Πολωνία, Τσεχοσλοβακία και Ουγγαρία, καθώς και στα Βαλκάνια. Η περίπτωση της «Πέμπτης Σφραγίδας» είναι ενδεικτική τόσο για το βάθος του στοχασμού όσο και για την αρτιότητα της κινηματογραφικής φόρμας.
Σε αντίθεση με άλλα σπουδαία έργα του Ζόλταν Φάμπρι (πχ. «Οι 24 Ώρες», «Καρουζέλ», «Δύο Ημίχρονα στην Κόλαση») εδώ υιοθετείται μια πιο εξπρεσιονιστική και νεωτερική γραφή η οποία αρέσκεται σε απρόσμενες μεταβάσεις (όπως από το σκοτεινό καπηλειό στα εξπρεσιονιστικά όνειρα και έπειτα στον απρόσμενα «φωτεινό» εφιάλτη του βασανισμού και της Αποκάλυψης) και διαζεύξεις στην αφήγηση. Αυτές στοχεύουν στο να θολώσουν τη σχέση πραγματικότητας και ενόρασης, καθώς και αυτής μεταξύ ορθολογισμού και πίστης, βούλησης και ντετερμινιστικής άρνησής της.
Τοποθετημένη ιστορικά στην τελευταία φάση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η πλοκή της ταινίας εκτυλίσσεται στο θεατρικά αμβλυμένο πλαίσιο μιας ταβέρνας στην οποία κάτω από το λιγοστό φως σπαρματσέτων τέσσερις φίλοι στοχάζονται πτυχές της ζωής. Υπό την απειλή εισβολής και σύλληψης από τα μέλη του ουγγρικού ναζιστικού κόμματος «Σταυρωτά Βέλη», οι τέσσερεις άνδρες (ο κάπελας, ένας ωρολογοποιός, ένας βιβλιοθηκάριος και ένας ξυλουργός) υποκύπτουν στο «νοητικό πείραμα» το οποίο τίθεται από τον ωρολογοποιό-«διανοούμενο» της παρέας στην οποία προστίθεται αναπάντεχα ένας χωλός καλλιτεχνικός φωτογράφος. Το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι το εξής: Αν κάθε ένας από αυτούς έπρεπε να αποφασίσει εντός πέντε λεπτών, θα επέλεγε άραγε να ξαναγεννηθεί αφέντης με απεριόριστη πρόσβαση στη βία δίχως κίνδυνο τιμωρίας ή δούλος, ο οποίος θα υπέφερε τα πάνδεινα αλλά θα είχε καθαρή τη συνείδησή του;
Τα αυστηρά χρονικά περιθώρια (υπάρχουν στην ταινία πλάνα ρολογιών και των μηχανισμών τους) αφορούν στην τραγικότητα της απόφασης υπό συνθήκες πίεσης. Η πίεση εδώ όμως προέρχεται από την υπαρκτή «λειτουργία» του φασισμού και την απειλή βασανισμού και εξόντωσης όσων αρνηθούν το ερώτημα ή όσων δώσουν λάθος απάντηση σε αυτό, υπακούοντας σε διαφορετικές, αλλά επί της ουσίας αξιολογικά ομοιογενείς, εκδοχές της ηθικής προσταγής. Επίσης, φανερώνεται η σοφιστεία του ερωτήματος όταν αυτό ανάγεται σε επουσιώδη διλήμματα, όπως συμβαίνει όταν εκδηλώνονται προτιμήσεις για φιλέτο ή για κάποιο άλλος τμήμα ενός βοοειδούς (άλλωστε ένα από τα αρχικά πλάνα είναι αυτό του ωμού κρέατος που απιθώνεται στο τραπέζι και που «οπτικά» προαναγγέλλει τη σφαγή που θα ακολουθήσει).
Η αίσθηση του κατεπείγοντος του ερωτήματος και του αυστηρού δυϊσμού που το διέπει λαμβάνει χώρα σε συνθήκες παραίτησης από την οηματοδότηση της Ιστορίας, καθώς και απόσυρσης από την υπεράσπιση της έννοιας της προόδου σε έναν κόσμο, που όπως ακούγεται στην ταινία, οι «άνθρωποι μετατρέπονται σε σαπούνι». Το μοντάζ του Φάμπρι εντάσσει στη συζήτηση λεπτομέρειες του «Κήπου των Επίγειων Απολαύσεων» του Ιερώνυμου Μπος, καθώς και σουρεαλιστικές μιμήσεις των σεξουαλικών ηδονών από έναν χαρακτήρα ο οποίος δε διστάζει καθόλου να υιοθετήσει τη σκοπιά του «αφέντη».
Ίσως παραμένει αδιευκρίνιστη η καταφυγή του Φάμπρι στον χαρακτήρα του χωλού καλλιτεχνικού φωτογράφου, ο οποίος ψέγει τους υπόλοιπους διότι φαίνεται ότι προτιμούν τη σκοπιά του «αφέντη», καθώς ο ίδιος επιλέγει το δρόμο της ελπίδας που χαρακτηρίζει τον σκλάβο, ενώ παραμένει σκοτεινός ο ρόλος του ως σπιούνου ή βασανισμένου πληροφοριοδότη. Πρόκειται ίσως για ενσωμάτωση στην αφήγηση της ίδιας της σκοπιάς του σκηνοθέτη και της αμφίσημης καρτερικότητας, ελπίδας αλλά και προβληματικής, από ηθική σκοπιά, παθητικότητάς του καλλιτέχνη, ειδικά μπροστά σε τεκτονικές πολιτικές αλλαγές (πχ. η θεματολογία του «Μεφίστο» στον Σάμπο).
Με τη μετάβαση στην αίθουσα βασανιστηρίων, ο «ινστρούχτορας» (επικαλείται τον Χουιζίνγκα και τον Ορτέγκα-υ-γκασέτ) θέτει εκ νέου το δίλημμα με τη μορφή της υποταγής στον «φασιστικό λόγο» και της αποδοχής του ή της άρνησης του, η οποία σηματοδοτεί αυτομάτως τον αφανισμό. Το «χριστιανικό» μοτίβο του σταυρωμένου αντικαθεστωτικού (σε ποιητικότατη οπτική και εννοιολογική αντίστιξη με τα ανοικτά πόδια της γυναίκας η οποία ξεπηδά από τον πίνακα του Μπος και καταδιώκει το φαντασιακό ενός ανδρός από την παρέα, συνεκδοχική αναλογία με ιδιαίτερη σημασία στην εξέλιξη της ταινίας) συμπληρώνεται από την «προδοσία», η οποία, ωστόσο, στο πλαίσιο της απόφασης-επιλογής υπό ανελεύθερους και δικτατορικούς όρους περιβάλλεται από μια αφοπλιστική πραγματιστική λογική, διάσωσης της ίδιας της ζωής αλλά και της ανοιχτότητας στην Ιστορία του Χριστιανικού Λόγου και των δοκιμασιών που ανακύπτουν, εφόσον φυσικά ακολουθηθεί η συγκεκριμένη ερμηνευτική οδός της «Πέμπτης Σφραγίδας» από την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Το αριστούργημα του Φάμπρι λοιπόν θέτει με αισθητικά άψογο και φιλοσοφικά ρωμαλέο τρόπο τις περίπλοκες ηθικές, πολιτικές και φιλοσοφικές διακλαδώσεις τούτης της Χριστολογίας.

Σπύρος Γάγγας

Az ötödik pecsét / Η Πέμπτη Σφραγίδα (Zoltan Fábri, Ουγγαρία, 1976)