(Οι Απελπισμένοι)
του Miklos Jancsó
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_szegenylegenyek.jpg

Το πολιτικό σινεμά του Jancsó αποτελεί μια κινηματογραφική γλώσσα από μόνο του. Ο μεγαλύτερος «χορογράφος» του κινηματογράφου ως προς την διαχείριση του πλήθους και του μακρόσυρτου πλάνου προσεγγίζει τους πολιτικούς αγώνες στη χώρα του μέσα από μια ποιητική, συμβολική και, σε αυτό το περίφημο έργο, ρεαλιστική αφήγηση. Μακριά από αστεακά τοπία η δράση της συλλογικότητας εκτυλίσσεται αποκλειστικά στις αχανείς πεδιάδες της ουγγρικής υπαίθρου. Ποτέ άλλοτε, ίσως με την εξαίρεση του Eisenstein, δεν κινηματογραφήθηκε το συλλογικό υποκείμενο (η κοινωνία, η κοινότητα ή η κοινωνική τάξη) με τέτοια αφοσίωση. Η διαφορά στη μεθοδολογία είναι όμως χαώδης. Ο Eisenstein δουλεύει με την πυκνότητα των κάδρων στην αγωνιστική σχεδόν σύνθεσή τους μέσα από τον δυναμικό του μοντάζ, ενώ ο Jancsó προτιμά την κομψά χορευτική κίνηση του πλήθους και των χαρακτήρων εντός του μεγάλης διάρκειας πλάνου.
Στο σημαντικό αυτό έργο ο Jancsó αφουγκράζεται το επακόλουθο της ουγγρικής εξέγερσης του 1848 με στόχο την ανεξαρτησία από τη παρηκμασμένη δυναστεία των Αψβούργων. Τα γεγονότα διαδραματίζονται το 1868 όταν κάποιες ένοπλες ομάδες ανταρτών συνεχίζουν τον αγώνα απέναντι στο Αυστροουγγρικό στέμμα. Οι οικείες εικόνες που έχουμε από το Guantánamo και το Abu Ghraib εισάγονται από νωρίς στα πλάνα των αιχμαλώτων, οι οποίοι με κουκούλες στα κεφάλια «προαυλίζονται» πριν κλειδωθούν στα κελιά-κοτέτσια, δηλαδή τεθούν σε διαρκή απομόνωση. Η σε επεισόδια δομή του έργου, όπως με τον δωσίλογο ή τους αντάρτες που συλλαμβάνονται και αυτοπαγιδεύονται, υπηρετείται με αποδραματοποιημένη συστηματικότητα, καθώς οι εξάρσεις «δράσης» προκύπτουν σχεδόν αποκλειστικά από την κίνηση της κάμερας που εποπτεύει τον χώρο και αναδεικνύει διακριτικά (παρά το γεγονός ότι «πρωταγωνιστεί» η ίδια) αλλά και ανάγλυφα την πλαστικότητα των σωμάτων και την ιεραρχία τους στο χώρο. Ειδικότερα ο χώρος εκτός κάδρου αναλαμβάνει, επίσης, «δράση» αφού η διαλεκτική εγκλεισμού και ανοικτού χώρου εκτείνεται, ακριβώς λόγω των μοναδικών πανοραμίκ του Jancsó, και σε ό,τι διαδραματίζεται εκτός πλάνου και είναι έτοιμο να εισβάλλει σε αυτό.
Τα τοπία που προβάλλουν μπροστά στους αιχμαλώτους, και γενικά στους χαρακτήρες του Jancsó, λίγο συνδέονται με κάποια προοπτική ελευθερίας και σίγουρα, ως νοητικές καταστάσεις, ο αχανής τους ορίζοντας μοιάζει με έναν άλλο επίπεδο ορίζοντα δυνατοτήτων όπως τον αντανακλά η αδιάφορη προς την Ιστορία φυσική αιτιότητα. Επί της ουσίας όμως σηματοδοτούν ένα επιπλέον επίπεδο ψυχικού εγκλεισμού, καθώς δεν υπάρχουν κτίσματα στον ορίζοντα. Με τα καταπληκτικής πλαστικότητας πλάνα της υπαίθρου και τα άρτια καδραρίσματα των χαρακτήρων ο Jancsó αποδραματοποιεί τα τραγικά γεγονότα και εγκαινιάζει ένα πρωτοφανές σινεμά του αντι-ήρωα. Οι αλυσοδεμένοι έγκλειστοι, ντυμένοι με προβιές, εκτελούνται δίχως μουσική υπόκρουση αλλά με τον γδούπο στο έδαφος να υπογραμμίζει την κατάσταση της φύσης στην οποία οι αιχμάλωτοι επιστρέφουν άκλαυτοι και άθαφτοι. Ανατριχιαστικές στην «ουδετερότητά» τους, οι σκηνές αυτοκτονίας κάποιων ανταρτών, καθώς και αυτή του μαστιγώματος της γυναίκας που τόλμησε να το σκάσει –γυμνή φυσικά αφού η βία και η σεξουαλικότητα, όπως έχει δείξει ο Bataille, φέρουν εσωτερική λογική σχέση (πλήθος τα ιστορικά παραδείγματα, αρχής γενομένης από τις αρχαίες ανθρωποθυσίες μέχρι το γδύσιμο των κρατουμένων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ανά την υφήλιο πριν τον βασανισμό η την εκτέλεσή τους). Μόνιμο μοτίβο, επίσης, το διαρκές κελάηδισμα των πουλιών που απομυθοποιούν οποιαδήποτε υποψία ρομαντισμού.
Στο φινάλε το δράμα της εξόντωσης λαμβάνει, όπως σε κάθε αυταρχικό καθεστώς, τελετουργικές διαστάσεις. Και σε αυτό το σημείο επιβεβαιώνεται με τον πιο εμφατικό τρόπο η ταύτιση μορφής και περιεχομένου. Το συγκεκριμένο έργο του Jancsó αποτελεί τομή λοιπόν ως προς την κινηματογραφική γραφή και συγκροτεί πολιτικό σινεμά εξαίρετης εικαστικής ευγένειας ως προς την επαναστατικά φορμαλιστική ματιά στα ιστορικά μεγέθη, τη συλλογικότητα και την ανωνυμία του θανατικού έως ότου εγκαθιδρυθεί η μηχανιστική τάξη πραγμάτων, όπως έχουν προαναγγείλει τα σχέδια όπλων και μηχανών στο υπέροχο ζενερίκ.

Σπύρος Γάγγας

Szegénylegények / Οι Απελπισμένοι(Miklos Jancsó, Ουγγαρία, 1965)