του Zoltán Huszárik
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_szinbad.jpg

Γυρισμένο κυρίως στη Σλοβακία, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ουγγρική ταινία, το «Szindbád» αποτελεί ένα παράδοξο στην ιστορία του σινεμά, καθώς παρά την απαράμιλλη εικαστική αρτιότητα η μεταφυσική τοποθέτηση της ταινίας για τον ηδονισμό και το «καταραμένο απόθεμα», όπως θα έλεγε και ο Bataille, της στέρησε τη διανομή και προβολή της ακόμα και σε χώρες όπως η Κούβα καθυστερώντας σημαντικά επίσης στη Μεγάλη Βρετανία. Κατέχει δε περίοπτη θέση στην κινηματογραφική κοινότητα της Ουγγαρίας φιγουράροντας σε σχετικές λίστες στην πρώτη τριάδα των σπουδαιότερων ταινιών της συγκεκριμένης εθνικής παράδοσης. Περί τίνος πρόκειται λοιπόν;
Ο bon vivant Szindbád (από τον ήρωα στις «1000 και 1 Νύχτες» και τον Μαγυάρο πεζογράφο Krúdy) αναπολεί ξεπεσμένος, αλλά δανδής ακόμα, τη ζωή του μέσα από τις ερωτικές του συνευρέσεις. Αυτές περιλαμβάνουν τα κορίτσια του μπορντέλου (με τη madam να αναλαμβάνει τον ρόλο της μητέρας), τη λουλουδού της γειτονιάς, παντρεμένες γυναίκες πέρα από απόπειρες αποπλάνησης νεαρών κοριτσιών. Το motto της φιλοσοφίας ζωής του Szindbád είναι ότι «η ζωή είναι μια αλυσίδα από όμορφα ψέματα» και αποτελεί μια ακατέργαστη (παρά τη φροντίδα στην εμφάνισή του) ‘φιλοσοφία της ζωής’, όπου εκεί ο έρωτας και η ηδονή διατηρούν το βιωματικό τους χρώμα όταν οι αξίες και τα ιδεώδη έχουν πια ξεθωριάσει. «Δεν μου αρέσουν οι μοντέρνοι καιροί» μονολογεί ο Szindbád. Η ανέξοδη σπονδή στο χρώμα από τον Huszárik και τον σπουδαίο διευθυντή φωτογραφίας Sándor Sára επιτυγχάνει, μέσω και του εξαιρετικού μοντάζ, μια σπάνια διαλεκτική σύνθεση: ελκυστική, φευγαλέα, χορταστική στο μάτι η μη γραμμική αποτύπωση των αναμνήσεων-βιωμάτων ηδονής και ακολασίας, αλλά επίσης, επιπόλαια, επιδερμική, ανάλαφρη ως προς τη δυνατότητα νοήματος στον εξασθενημένο πια ερωτύλο.
Το περιφερόμενο στο κάρο άψυχο σώμα του Szindbád παραδίδεται λοιπόν εκεί όπου ανήκει: στη Φύση και τα αγριόχορτα του κοιμητηρίου όπου ερωτοτροπούσε με τις γυμνές νύμφες του, εκείνες όπου με τριαντάφυλλα στολίζουν τον Εσταυρωμένο.  (Τον ίδιο τον ήρωα, δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο, αφού γνωρίζοντας ότι ανήκει στον Διάβολο κυνηγά έως το τέλος τη σαρκική του σωτηρία ξεψυχώντας στο ξυλόγλυπτο τέμπλο της εκκλησίας.) Η σαρκική απόλαυση του Szindbád εκτείνεται στην αισθητικοποιημένη υλικότητα του κοσμοειδώλου του –κινηματογραφικά άρτια, μοναδική και υπέροχη η σκηνή στο ρεστοράν με τα κοντινά στην πηχτή σούπα που κοχλάζει και ηδονιστικά, κουταλιά-κουταλιά, αφού έχει στολιστεί με καρυκεύματα, καταλήγει στη γεύση του Szindbád!
Έργο ασυναγώνιστο που αναβιώνει με έξοχη καλλιτεχνική διεύθυνση τις συνοικίες της Buda του 19ου αιώνα, αποτελεί συνάμα σπουδή για την κινηματογραφική αποτύπωση της μνήμης στα αντικείμενα, στη φύση, στις αποχρώσεις του φωτός. Κεντημένο κάδρο προς κάδρο, το κόσμημα του Huszárik μοιάζει περισσότερο με πολύχρωμο κρύσταλλο, παρά με συμβατική ταινία∙ σαν την ιριδίζουσα μνήμη της ζωής πριν αυτή –ξεδιπλωμένο φιλμ από ταινία– αποχαιρετήσει το σώμα που την έχει ρουφήξει μέχρι το μεδούλι…

Σπύρος Γάγγας

Szindbád (Zoltán Huszárik, Hungary, 1971)