(Το σπίτι δίπλα στη θάλασσα)
του Robert Guédiguian
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_la-villa.jpg

Με ένα μικρό κόλπο κοντά στη Μασσαλία βρίσκεται μια γραφική βίλα που ανήκει σε έναν ηλικιωμένο. Ζει τις τελευταίες του μέρες και τα τρία του παιδιά βρίσκονται στο πλευρό του: η Angela, μια ηθοποιός που ζει στο Παρίσι, ο Joseph, ο οποίος μόλις ερωτεύτηκε μια συνομήλική του, και ο Armand, ο μόνος που παρέμεινε στη Μασσαλία για να αναλάβει το μικρό εστιατόριο της οικογένειας. Ήρθε η ώρα να εκτιμήσουν τι έχουν κληρονομήσει από τα ιδανικά του πατέρα τους και το κοινοτικό πνεύμα που δημιούργησε σε αυτό το μαγικό τόπο. Η άφιξη, σε έναν κοντινό όρμο, μιας ομάδας ανθρώπων με βάρκες θα προκαλέσει αυτά τα πρόσωπα...
Ο Robert Guédiguian, σκηνοθέτης της ταινίας, δηλώνει: “Το Méjean calanque, κοντά στη Μασσαλία, πάντα με κάνει να σκεφτώ το θέατρο. Τα πολύχρωμα μικρά σπίτια που χτίστηκαν στους λόφους φαίνεται να είναι απλώς οι προσόψεις, μια οδογέφυρα τα υπερκαλύπτει και τα τρένα μοιάζουν με παιδικά παιχνίδια. Το άνοιγμα προς τη θάλασσα μετατρέπει τον ορίζοντα σε σκηνικό, όπως τους ζωγραφισμένους πίνακες, ειδικά με το χειμερινό φως, όταν οι πάντες έχουν φύγει. Γίνεται ένα εγκαταλειμμένο σκηνικό - μελαγχολικό και όμορφο.
(...) Σε αυτή την κατάσταση, ξαφνικά, συμβαίνει κάτι που μπορεί να ανατρέψει ριζικά τα πάντα, ένα είδος κοπερνικιανής επανάστασης: τα παιδιά που επιβιώνουν από ένα ναυάγιο κρύβονται στους λόφους. Είναι τρία αδέλφια, δύο αγόρια και ένα κορίτσι, σαν μια ηχώ των τριών πρωταγωνιστών, της Angèle, του Joseph και του Armand, και αυτό φέρνει μια αίσθηση αδελφοσύνης, αφού αποφασίζουν να κρατήσουν αυτά τα παιδιά μαζί τους.
Πιστεύω σε αυτή τη συνάντηση. Υπάρχει κάτι για την "παγκοσμιοποίηση" που φυσικά σχετίζεται με το μέλλον. Αν και υπερβάλλω, θα έλεγα ότι δεν μπορούσα να κάνω μια ταινία σήμερα χωρίς να μιλάω για πρόσφυγες: ζούμε σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι πνίγονται στη θάλασσα καθημερινά.
Επιλέγω εσκεμμένα τη λέξη "πρόσφυγες". Δεν με νοιάζει αν οφείλεται στην αλλαγή του κλίματος, για άλλους λόγους ή εξαιτίας ενός πολέμου - έρχονται σε αναζήτηση καταφυγίου, εστίας.

Σημείωμα του σκηνοθέτη

Η αρχική ιδέα ήταν να γυρίσω όλη την ταινία στον όρμο του Μεζάν, κοντά στη Μασσαλία, που πάντα μου θύμιζε σκηνικό θεάτρου. Τα πολύχρωμα σπιτάκια, χτισμένα πάνω στους λόφους, μοιάζουν περισσότερο με προσόψεις παρά με πραγματικές κατοικίες… το άνοιγμα προς τη θάλασσα μεταμορφώνει τον ορίζοντα σε ένα σκηνικό… σαν ένα ζωγραφισμένο καμβά… ειδικά με το χειμωνιάτικο φως, όπου όλοι έχουν φύγει. Μεταμορφώνεται σε ένα εγκαταλελειμμένο σκηνικό, μελαγχολικό και πανέμορφο.
Σε αυτή την υπαίθρια «φούσκα», μερικά αδέλφια και αδελφές, πατεράδες και μητέρες, φίλοι και εραστές ανταλλάσσουν τόνους αγάπης…
Όλοι αυτοί οι άντρες και οι γυναίκες μοιράζονται το ίδιο συναίσθημα. Βρίσκονται σε αυτό το σημείο της ζωής τους που έχουν μία ακούσια αίσθηση του χρόνου που περνάει, του κόσμου που αλλάζει…
Το μονοπάτια που είχαν ανοίξει, σιγά-σιγά κλείνουν.
Πρέπει συνεχώς να τα διατηρούν… ή πρέπει να ανοίξουν νέα.
Ξέρουν ότι ο κόσμος τους θα εξαφανιστεί μαζί τους…
Ξέρουν επίσης ότι ο κόσμος θα συνεχίσει να υπάρχει και χωρίς αυτούς…
Θα είναι καλύτερος ή χειρότερος;
Τι θα μείνει από αυτούς όταν θα έχουν φύγει;
Μέσα σε αυτές τις σκέψεις, ξαφνικά κάτι συμβαίνει που μπορεί να ανατρέψει τα πάντα: τρία παιδιά επιζώντες από μία ναυαγισμένη βάρκα, κρύβονται μέσα στους λόφους. Είναι δύο αδέλφια και η αδελφή τους. Όπως και οι πρωταγωνιστές μας. Και αυτό φέρνει πίσω ένα συναίσθημα αδελφοσύνης, καθώς αποφασίζουν να κρατήσουν αυτά τα παιδιά μαζί τους. Πιστεύω πολύ σε αυτή τη σχέση. Υπάρχει κάτι στην «παγκοσμιοποίηση» που φυσικά συνδέεται ως έννοια με το μέλλον.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή, κατάλογος του Φεστιβάλ Βενετίας)