(Όταν θα γίνω δικτάτορας)
της Yaël André
quand-je-serai-dictateur.jpg

Μέσα από ένα συνονθύλευμα κινηματογραφημένων οικογενειακών στιγμών και κοινωνικών εκδηλώσεων, βγαλμένο από μπομπίνες που η σκηνοθέτιδα μάζευε  για χρόνια, γεννιέται  ένα ονειρικό καλειδοσκόπιο, ένα σύμπαν μαγικό, ο φανταστικός  κόσμος της Yaël André. Συρραφή τυχαίων ιδιωτικών σκηνών  μιας άλλης εποχής, τραβηγμένων με κάμερα super 8, αποτελεί το  υλικό της ιδιότυπης αυτής κινηματογραφικής κατασκευής. Ανάμεσά τους οι  αστραπιαίες  εμφανίσεις της ίδιας της δημιουργού, σε μια ερασιτεχνική καταγραφή του εαυτού της με ανάλογη κάμερα, αποσπάσματα μιας αυτοβιογραφίας που παίζει με το συλλογικό κινηματογραφικό σώμα. 
Χωρισμένο σε κεφάλαια, το καθένα από τα οποία είναι μια διαφορετική ζωή, το σώμα αυτό μεταμορφώνεται σε μια ιστορία μυθοπλασίας στην οποία πρωταγωνιστούν δύο πρόσωπα, η αφηγήτρια και ο φίλος της, ο Georges. Αόρατοι και οι δύο στο θεατή, γίνονται παρόλα αυτά υπαρκτοί μέσα από την εξομολογητικού τόνου  και παιχνιδιάρικη σε voice over φωνή της αφηγήτριας. Κι ενώ ο θεατής περνάει από το ένα κεφάλαιο στο άλλο ξετυλίγεται σιγά σιγά η  ιστορία του Georges και της ηρωίδας, μέσα από ξένες αλλά και οικείες με αυτούς εικόνες. Οι οικογενειακές γιορτές, οι περιπλανήσεις τους στο δάσος, οι αποδράσεις  με το αυτοκίνητο, τα συνωμοτικά δολοφονικά τους σχέδια κατά του μίζερου μικροαστικού περιβάλλοντος ενός βελγικού προαστίου. Και μετά η τρέλα του Georges, ο εγκλεισμός του στο ψυχιατρείο, η αυτοκτονία. Ως συνέπεια, η ενοχή, το πένθος της ηρωίδας και τα φανταστικά της ταξίδια σε παράλληλα σύμπαντα. Εκεί όπου ο φίλος της είναι ακόμα ζωντανός. Η αέναη κίνησή της από τη θλίψη στην αισιοδοξία και ως τελική επίγευση η δίψα της για ζωή.
Το Quand je serai dictateur, «ντοκιμαντέρ επιστημονικής φαντασίας» σύμφωνα με τη δημιουργό του, είναι μια ιδιότυπη ταινία, μοναδική στη γραφή και στο ύφος της, που δεν κατατάσσεται εύκολα σε κάποιο κινηματογραφικό είδος. Στην πραγματικότητα φιλτράρει τα οικογενειακά βίντεο για να αποσπάσει τα εν δυνάμει μυθοπλαστικά τους στοιχεία . Η εικονοκλαστική του δύναμη έγκειται στον τρόπο κατασκευής και συνεχούς δημιουργίας του μέσα από ένα ευφάνταστο μοντάζ που συνδυάζει το πάθος των απαρχών του σινεμά με την αυθαιρεσία και αυθάδεια των σουρεαλιστών. Η άνεση με την οποία η αφηγήτρια  ταξιδεύει σε παράλληλα κοσμικά σύμπαντα σαν κι αυτά της ιδανικής μητέρας, της λογίστριας, της εξερευνήτριας ή ακόμα και του Θεού, και οι συνειρμοί που τα συνοδεύουν, ενισχυμένα από τα πιο αναπάντεχα ηχητικά εφέ, παρά την ελαφρότητα και τον μπουρλέσκ τόνο τους, συνιστούν ένα αυτοδύναμο μαγικό σύμπαν που κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία, το χρόνο και την υπέρβασή του, το παρελθόν και το αιώνιο παρόν. Αλλά και μια εκ βαθέων εξομολόγηση, έναν ποιητικό στοχασμό  επάνω στην άφθαρτη αγάπη, στη ζωή και το θάνατο, στη θλίψη και την εκρηκτική χαρά της αναγέννησης. Σα μια απίθανη οπτική χαρτογράφηση της πολλαπλότητας της ανθρώπινης ύπαρξης.  

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]