(Όλα πάνε καλά)
των Jean-Luc Godard & Jean-Pierre Gorin
(τα σχόλια των σκηνοθετών)
tout-va-bien.jpg

Jean-Luc Godard, σκηνοθέτης
(…) Το τι μαθαίνεις από το Όλα πάνε καλά/ Tout va bien εξαρτάται από σένα τον ίδιο κι από τις συνθήκες της ζωής σου. Μας αρέσει να βλέπουμε την οθόνη σαν ένα μαυροπίνακα, έναν άδειο μαυροπίνακα. Σ’ αυτόν το μαυροπίνακα έχουμε βάλει τρία στοιχεία, τρεις κοινωνικές δυνάμεις, που αντιπροσωπεύονται από τρεις «ήχους»: τη φωνή του εργοδότη –αφεντικού, τη φωνή του Κομμουνιστικού Κόμματος και τη φωνή των αριστερών αγωνιστών, ή καλύτερα τη φωνή του λαού. Αυτές είναι οι τρεις κοινωνικές δυνάμεις που δρουν αυτή τη στιγμή στη Γαλλία. Τους τρεις αυτούς ήχους τους βρήκαμε από την πραγματικότητα, δεν τους επινοήσαμε εμείς μόνο που τους βάλαμε σε κάποια τάξη. Στην πραγματικότητα αυτή η ταινία δεν είναι παρά ένα μοντάζ επικαίρων. Κατά ένα τρόπο συνοψίσαμε μέσα σε μιάμιση ώρα τα δύο τελευταία χρόνια στη Γαλλία.
(…) Επειδή είμαι ο ίδιος ένας σταρ, ο κόσμος συνδέει το μονόλογο του Μοντάν μ’ εμένα. Στην πραγματική μου ζωή, σαν κινηματογραφιστής, είμαι κοντύτερα στο μονόλογο της Φόντα, όταν λέει ότι δεν μπορεί πια να γράψει τέτοια ψέματα στις εφημερίδες, πράγμα που προήλθε από τις εμπειρίες του Γκορέν/ Gorin σα δημοσιογράφου. Προκειμένου να γυρίσουμε το Όλα πάνε καλά είχαμε μεγάλη υποστήριξη από τη Τζαίην Φόντα και τον Ύβ Μοντάν. Χάρη στα ονόματα τους καθώς και το δικό μου, κατορθώσαμε να μαζέψουμε διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια, ποσό που αποτελεί το μεγαλύτερο προϋπολογισμό που είχαμε ποτέ και που ήταν αναγκαίος προκειμένου να κάνουμε μια ταινία για το «μεγάλο κοινό. Αλλά αποτύχαμε εντελώς στη διανομή της ταινίας στη Γαλλία έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε αυτή την περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τουλάχιστον σε δέκα Πολιτείες μπορούμε να συναντήσουμε δέκα ανθρώπους.

Jean-Pierre Gorin, σκηνοθέτης
Για πρώτη φορά κάναμε μια πολύ ρεαλιστική ταινία. Αλλά τι είδος, ρεαλισμού είναι αυτό και πως το επιτύχαμε; Το επιτύχαμε μέσω μιας διαδικασίας «απορεαλιστικοποίησης». Γι ‘αυτό το λόγο και το φιλμ είναι γεμάτο από θεατρικές μεταφορές. Απ’ αυτή την πλευρά είναι ένα πολύ μπρεχτικό φιλμ. Ήταν ένας τρόπος να ακολουθήσουμε την παράδοση του «Αλάτι της Γής» (Biberman: Salt of the Earth), που είναι το σημαντικότερο πρότυπο για όποιον φιλμουργό θέλει να ασχοληθεί με κοινωνικά προβλήματα.
Αλλά απλότητα δε σημαίνει και ευκολία κατανόησης. Π.χ. η πολυφορτωμένη ηχητική μπάντα του φιλμ εκφράζει ένα είδος κοινωνικής μουσικής που αποτελείται από θορύβους που ακούμε όλη την ώρα, διαφορετικά συνδεδεμένους όμως από τον τρόπο που έχουν επιβάλλει τα μέσα μαζικής επικοινωνίας του συστήματος.
Το όλο φιλμ στηρίζεται σε αντιθέσεις. Μια απ’ αυτές έχει σχέση με τις αντίθετες παραδόσεις υποκριτικής που ενσωματώνει. Οι πραγματικοί σταρ δεν είναι η Τζαίην Φόντα και ο Ύβ Μοντάν, αλλά οι είκοσι κομπάρσοι που παίζουν τους εργάτες στην σκηνή του εργοστασίου και οι οποίοι δεν είχαν ποτέ άλλοτε παίξει. Αυτοί οι κομπάρσοι λοιπόν πάνω στο γύρισμα ανακάλυψαν μια παράδοση υποκριτικής που είχε δημιουργηθεί στις λαϊκές ταινίες του 30 στη Γαλλία. Κάποιος παίζει σαν τον Γκαμπέν, κάποια σαν την Αρλεττύ, κάποιος άλλος σαν ένα πρόσωπο στο πρώτο φιλμ του Βιγκό. Το ίδιο συμβαίνει με τον ηθοποιό που παίζει το αφεντικό (σκηνοθέτης του κινηματογράφου ο ίδιος και μπρεχτικός ηθοποιός) και τον οποίο δε θελήσαμε να παρουσιάσουμε σαν παλιάτσο. Αυτό που επιδιώξαμε ήταν να δείξουμε ότι αυτού του είδους οι λόγοι, που κάθε μέρα ακούμε στην τηλεόραση, δεν μας ενοχλούν (ο Νίξον λόγου χάρη παίζει με το ίδιο στυλ όπως το αφεντικό). Σε μια ταινία όμως ανακαλύπτεις ξαφνικά τι είναι.

(αποσπάσματα από συνέντευξη δημοσιεύεται στην έκδοση Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, εκδ Κάμερα-στυλό, 1974 )