(για την ταινία Les favoris de la lune του Otar Iosseliani)
του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου
lesfavo2.jpg

Μετά τη Φυλλορροή, το Ήταν ένας τραγουδιστής κότσυφας και το Παστοράλε, ο Γεωργιανός Οτάρ Ιοσελιάνι/ Otar Iosseliani, τώρα εγκατεστημένος στο Παρίσι, μας χαρίζει αυτή τη χαριτωμένη και σοβαρή ταινία, που είναι ακόμα πιο απρόβλεπτη απ’ την προηγούμενη. Ο θεατής πρέπει να προετοιμαστεί ψυχικά για να την αντιμετωπίσει -όχι γιατί είναι γριφώδης και βεβαρημένη συμβολικά, αλλά γιατί δεν υπακούει σε κανένα οργανωμένο δραματουργικό σχήμα. Εικόνες και πρόσωπα εναλλάσσονται και κινούνται συνεχώς, σε πολύ γοργό ρυθμό και σε φαινομενική σύγχυση.
Δεν υπάρχει αφηγηματικό νήμα, αλλά μικρά μικρά συμβάντα που ακολουθεί το ένα το άλλο, χωρίς υπογράμμιση, αλλά και αποτίμηση- σαν το γκάλοπ στις καντρίλιες. Αλλά ακριβώς όπως στο χορό, ο καλπασμός αυτός προκαλεί συναντήσεις των προσώπων και της ζωής τους, φτιάχνοντας μυστικά ένα σχέδιο. Η διάταξη είναι καλειδοσκοπική και το επιφανειακό τυχαίο σχηματίζει ένα μωσαϊκό ζωής.
 Αυτό που μπερδεύει το θεατή και τον εμποδίζει να δει το τελικό σχέδιο των ψηφίδων στο μωσαϊκό είναι η έλλειψη σκοπού και αιτιότητας σ’ αυτά που δείχνονται ή που κάνουν οι άνθρωποι στην οθόνη. Η ταινία, μια τους πιάνει, μια τους αφήνει -τους διασταυρώνει φευγαλέα κι ύστερα τους διασπείρει. Μόλις μια σκηνή κωμική ή δραματική πάει να ολοκληρωθεί κόβεται, κι αμέσως αρχίζει πάλι το γκάλοπ. Κι έτσι, η πρώτη εντύπωση που απομένει είναι μια παρατήρηση της καθημερινής ζωής στο Παρίσι, μια καταγραφή πουαντιλίστικη, λεπτομερειακή και συστηματική, αλλά και «αερική», που «πετάει» και δεν υπογραμμίζει τίποτα. Πιάνει όμως την υφή της ζωής και της γεύσης της.
Η ματιά πάνω στο Παρίσι είναι φρέσκια και αθώα, αλλά όχι αδρανής. Βλέπει με δροσιά τις επιβιώσεις της όμορφης και γραφικής πόλης του Prevert, αλλά και την άχαρη μεγαλούπολη της ασφυκτικής δόμησης. Οι άνθρωποι εξαντλούνται σε μια πυρετική, αδιάκοπη κινητικότητα και η κάμερα ακολουθεί στον ίδιο ρυθμό. Η ζωή τους είναι περισσότερο ένα συνεχές τρέξιμο, μετακινήσεις, διαδρομές με τα πόδια ή με όλα τα συγκοινωνιακά μέσα, μέσα σε δρόμους πυκνής κυκλοφορίας. Ανεβαίνουν σκάλες ανοιγοκλείνουν πόρτες, με χρόνους νεκρούς από ουσιαστική δράση, με κινητικότητα, θαρρείς άσκοπη. Το ίδιο και οι πράξεις τους: μένουν μισοτελειωμένες, χωρίς ορατή έκβαση και στόχο ή με σκοπό που στρεβλώνεται «καθ’ όδον», αναιρείται απ’ το τυχαίο ή από ενέργεια άλλου. Στο μέγαρο της αστυνομίας, μια γραφειοκρατική «σκυταλοδρομία» στους διαδρόμους μάς θυμίζει τον δικό μας Βαφέα.
lesfavo1.jpg
Οι ομιλίες είναι άμορφες, δυσδιάκριτες, ανόητες –ένα αξεδιάλυτο κουβάρι. Ο λόγος, η επικοινωνία καταστρέφεται. Ένα κείμενο παιδικού αναγνωστικού για τον άνθρωπο και το κυνήγι εκφωνείται με πόζα σαν ομιλία σαλονιού. Μια ωραία γυναίκα που «ψωνίστηκε» σ’ ένα café, λέει μετά τον έρωτα στον σύντροφο της: «Μίλησε μου…». Κι όταν ο άλλος απορεί, του λέει περίπου: «Μα έτσι δεν γίνεται». Η ζωή αυτή είναι «τυχαία», αλλοτριωμένη, ομοιόμορφη. Κι όμως, όχι: περιέχει στιγμές κωμικές δραματικές τραγικές που εναλλάσσονται χωρίς διαφοροποίηση, με την ίδια ήρεμη στάση από τον Ιοσελιάνι. Ένας ιδιοφυής μηχανουργός π.χ. που κατασκευάζει από κλειδαριές έως βόμβες, πουλάει έναν εκρηκτικό μηχανισμό μέσω ενός εμπόρου όπλων σε άραβες τρομοκράτες. Κι εκείνοι, ήσυχα ήσυχα αφήνουν να τον «δοκιμάσει» άθελα του ένας δικός τους. Από την έκρηξη μένει μόνο ένα παπούτσι. Μαύρο χιούμορ.
Άλλωστε, η βία υποφώσκει συνεχώς. Πέρα από τις ατελείωτες απιστίες κι απάτες των συζύγων και των ζευγαριών, πέρα απ’ τα καμώματα, τις απειλές, τις υστερίες, συμβαίνουν κλοπές πωλήσεις βομβών και όπλων, ατυχήματα, αναρχικές επιθέσεις, δολοφονίες και φόνοι από ….σπόντα. Η ζωή είναι ένα χάος, μια αέναη, σχεδόν άσκοπη καταστροφή.
Και εδώ συνειδητοποιούμε το μυστικό σχέδιο του Ιοσελιάνι. Ρομαντικά, αντιπαραβάλλει το χθες και το σήμερα -τους παραδοσιακούς πολιτισμούς με την εσωτερική συνοχή, αιτιότητα και ηρεμία, με τη νέα τάξη της υλιστικότητας και της οικονομίας. Άλλοτε οι άνθρωποι έφτιαχναν ένα πιάτο από πορσελάνη των Σέρβων με μαστοριά, για να χρησιμεύει, να είναι όμορφο και να κρατάει αιώνες -όπως ένας ζωγράφος που με αγάπη και συγκίνηση φτιάχνει το πορτρέτο μιας γυμνής γυναίκας. Ο πολιτισμός και η τέχνη εκφράζουν τον άνθρωπο, και το ίδιο γίνονταν αποδεκτά απ’ τον άνθρωπο. Τώρα έγιναν αντικείμενα αξίας και γοήτρου. Υπόκεινται στην απληστία και, συγχρόνως, στην αδιαφορία. Η επιθυμία έχει γίνει υστερία, χωρίς αληθινή απόλαυση. Έτσι, τα πιάτα κι ο πίνακας κλέβονται, ξαναπουλιούνται, δημοπρατούνται, αγοράζονται χωρίς σημασία, χωρίς χρήση. Γι’ αυτό και σκίζονται, μικραίνουν, σπάζονται στο βρόντο. Έτσι παίρνουν τη σημασία τους οι ήσυχες εικόνες απ’ το παρελθόν που παρεμβάλλονται, ένα σπίτι στην εξοχή, ένα άλλο ανάμεσα σε κυρίες…
Μέσα στη σημερινή κοινωνία, πιο ευνοούμενοι του Ιοσελιάνι είναι οι περιθωριακοί και οι «ευνοούμενοι του φεγγαριού», οι ποιητές της νύχτας, οι κλέφτες. Ο μηχανουργός είναι αφελής, άτυχα ερωτευμένος και «χαμένος», σαν τον «θείο» του Tati σε μετεξέλιξη. Ένας γραφικός αναρχικός τινάζει στον αέρα ένα φριχτό άγαλμα και διδάσκει παλιά ωραία τραγούδια. Ένας διαρρήκτης, με άψογο στιλ, το γιο του να κατακτά τις κυρίες. Και η τελική αίσθηση της ταινίας δεν είναι ζοφερή. Επικρατεί η ελαφράδα και η ποίηση –ένα παιχνίδι σαν «κλέφτες κι αστυνόμοι», με μνήμες από το παλιό μπουρλέσκ και τον Feuillade. Ένας αληθινός δημιουργός, με το θυμοσοφικό χιούμορ των εκπροσώπων των αρχαίων πολιτισμών, μας χαρίζει ευφορία, απεικονίζοντας τα χάλια της σύγχρονης ζωής.

(Δημοσιεύθηκε στην εφ. «Η Καθημερινή», 1.11.1985)