του Bertrand Bonello
lapollo2.jpg

Αρχές του 20ου αιώνα. Το L' Apollonide είναι ένας οίκος ανοχής που βρίσκεται στις τελευταίες ημέρες του. Στο κλειστό αυτό κόσμο, όπου κάποιοι άντρες ερωτεύονται και κάποιοι άλλοι γίνονται επικίνδυνοι και καταστροφικοί, τα κορίτσια μοιράζονται τα μυστικά τους, τους φόβους τους, τις χαρές και τους θλίψεις τους ...
Στην πέμπτη ταινία ο Bertrand Bonello ασχολείται μ’ ένα από τα επαναλαμβανόμενα θέματα της φιλμογραφίας του: τη σεξουαλικότητα. Αφηγείται μια ιστορία που στο κέντρο της υπάρχουν 12 δυνατές γυναίκες, σεξουαλικά σαγηνευτικές, έξυπνες πόρνες, που όμως είναι φυλακισμένες μέσα στον οίκο ανοχής. Φυλακισμένες, όχι από τους άνδρες που είναι πελάτες τους, αλλά από την ιδιοκτήτριας του πορνείου που τις αντιμετωπίζει σαν σκλάβες. «Ήταν πολύ σημαντικό για μένα να μην κάνω μια ταινία- χορωδία, με κεντρικούς χαρακτήρες και περιφερειακούς. Ήθελα να αντιμετωπίσω τους έξι πρωταγωνιστικούς ρόλους αλλά και τους υπόλοιπους με τον ίδιο τρόπο», εξηγεί ο Bertrand Bonello.
Το μόνο που βλέπουν όσοι έχουν επισκέπτονται τον οίκο ανοχής -αλλά και όσοι δεν τον επισκέπτονται- είναι ομορφιά και λαγνεία. Δεν βλέπουν τη δυστυχία, ούτε το φόβο του θανάτου. Ότι παρουσιάζεται στο βλέμμα του επισκέπτη είναι ένα θέαμα. «Ένας κόσμος που είναι αποκλεισμένος την πραγματικότητα, μπορεί σύντομα να γίνει ένας κόσμος της φαντασίας», εξηγεί ο Bertrand Bonello.
lapollo1.jpg
Με προφανείς αναφορές σε ταινίες τόσο διαφορετικές -όπως σ’ αυτές του Howard Hawks και του κινέζου Hou Hsiao-hsien-, ο Bertrand Bonello δημιουργεί ένα περίκλειστο σύμπαν: όπου το μόνο που υπάρχει είναι το γυναικείο σώμα και η ανδρική επιθυμία. Όμως πίσω απ' αυτές τις λαμπερες εικόνες υπάρχει και ένα κρυφό σύμπαν γυναικείων συναισθημάτων, που τώρα έρχεται δυναμικά στο προσκήνιο.
Ο Bertrand Bonello παίζει με τις αντιθέσεις από την αρχή μέχρι το τέλος της ταινίας. Έχει επιλέξει σύγχρονες στην μορφή γυναίκες να ενσαρκώσουν πόρνες που εργάζονται στις αρχές του 20ου αιώνα. Ενώ επιπλέον το soundtrack που συνοδεύει αυτήν την ιστορία των αρχών του 20ου αιώνα, βασίζεται στη soul μουσική της δεκαετίας του εξήντα: προσδίδει σ’ αυτό το περικλειστό σύμπαν μια αίσθηση αχρονικότητας.
Οι άνδρες παίζουν ένα πολύ μικρό ρόλο στην δραματουργία της ταινίας. «Με την εστίαση στις γυναίκες, ενισχύεται η αίσθηση ότι αυτές είναι υπεράνω των πελατών», σημειώνει ο Bertrand Bonello. Και συνεχίζει «Ότι έχουμε δει μέχρι τώρα για το θέμα όλα ήταν από την πλευρά του άνδρα –από ζωγράφους, συγγραφείς κλπ. Ήθελα να δώσω και την άποψη των γυναικών: το πώς αυτές βλέπουν τους άνδρες».
Ενώ επισημαίνει επιπλέον: «Μοίρασα την ταινία σε δύο μέρη, όσον αφορά την σκηνοθετική κατεύθυνση και το φωτισμό: μέρα και νύχτα. Ήταν πραγματικά δύσκολο για τη διευθύντρια φωτογραφίας [Josée Deshaies], να φωτίσει τον χώρο επειδή δεν υπήρχαν σ’ αυτόν παράθυρα. [Ο τρόπος που φωτίσθηκε η ταινία] Ξεκίνησε από μια ιδέα που μου άρεσε: είναι η εποχή της έλευσης της ηλεκτρικής ενέργειας. Με αυτό τον τρόπο στο ισόγειο, όπου κυριαρχεί η πολυτέλεια, υπάρχουν ηλεκτρικοί λαμπτήρες, ενώ στον επάνω όροφο όπου δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα, χρησιμοποιούν κεριά. Αυτό που αληθινά ήθελε η Josée Deshaies ήταν να υπάρχει μια αίσθηση ονείρου: ήθελε τα κορίτσια να έχουν το δικό τους φως».

(πηγή συνέντευξη τύπου στο Φεστιβάλ Καννών, σημειώσεις για την παραγωγή. Επιμέλεια Δ.Μ.)