(Ο Σιδηρούς Σταυρός)
του Sam Peckinpah
1943. Ο γερμανικός στρατός, κατεστραμμένος και αποθαρρυμένος, υποχωρεί βιαστικά από το ρωσικό μέτωπο. Μέσα σε όλη αυτή την τρέλα, η σύγκρουση κορυφώνεται ανάμεσα στον αριστοκράτη αλλά τελικά μικρόψυχο λοχαγό Στράνσκι και τον θαρραλέο δεκανέα Στάινερ. Ο Στράνσκι είναι ο μόνος άνθρωπος που πιστεύει ότι το Τρίτο Ράιχ εξακολουθεί να είναι κατά πολύ ανώτερο από τον ρωσικό στρατό- ωστόσο μέσα στην πομπώδη προσωπικότητά του κρύβεται ένας δειλός που τρέμει και λαχταρά τον Σιδηρούν Σταυρό για να μπορέσει να επιστρέψει στο Βερολίνο ως ήρωας...
"Η βία σ’ όλο της το μεγαλείο, κάτω όμως από άλλο σκηνικό και συγκεκριμένα αυτό του β' παγκοσμίου πολέμου με τη σύγκρουση δυο ηρώων που έχουν τα τυπικά χαρακτηριστικά του πεκινπαϊκού μανιχαϊσμού, είναι το θέμα του «Cross of iron» (1977)", σημειώνει ο Κυριάκος Πορτοκάλης στο περιοδικό Κάμερα για τον κινηματογράφο, τ. 3. Επιπλέον σημειώνει για την σκηνοθετική παρουσία του Sam Peckinpah: "Ήταν ο τελευταίος αναρχικός του Χόλλυγουντ και ο θάνατος στις πιο βίαιες εκδοχές του, ήταν το θέμα του. Λογική κατάληξη μιας πάλης ανάμεσα στην επιβίωση και τον ατομισμό. Οι ήρωές του αδιάλλακτοι ατομιστές, ξεπερασμένοι απ’ την εποχή τους, αδιόρθωτα ρομαντικοί, αναπολούν και ψάχνουν για τη χαμένη απόλυτη ελευθερία μέσα σε μια χώρα που αλλάζει ραγδαία και που σαφώς διάκειται εχθρικά απέναντι τους, καθώς στο πρόσωπό τους η κοινωνία αυτή (διάβαζε ο καπιταλισμός) βλέπει τους φυσικούς της εχθρούς, τους αποδιοπομπαίους τράγους που θα πρέπει ή να συμβιβασθούν στις προστα γές της, ή να εξολοθρευτούν για τα καλά. Έτσι όλοι' τους, χαμένοι εκ των προτέρων, βαδίζουν προς το θάνατο επικαλούμενοι τον «ελεύθερο βίο» των προγόνων τους που χάθηκε για πάντα, όντας το τίμημα που έπρεπε να καταβληθεί προς δόξαν της «ανόδου» και του «εκπολιτισμού»".