του Martin McDonagh
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_three-billboards-outside-ebbing-missouri-1.jpg

Αν και σε μια πρώτη προσέγγιση η ταινία μοιάζει ως μια επανεγγραφή των κωδίκων ενός ξεχασμένου είδους, του γουέστερν, ωστόσο το τοπίο είναι πολύ πιο πλούσιο και πολυποίκιλο.
Άδειες, κατεστραμμένες διαφημιστικές πινακίδες στο παράπλευρο ενός επαρχιακού δρόμου. Μια γυναίκα τις κοιτάζει. Η όψη της τραχιά, καμία γλυκύτητα στο πρόσωπο, βλέμμα αποφασιστικό. Και ύστερα από λίγο, οι πινακίδες γεμάτες. Τρεις επιγραφές. Η κάθε μια σε μια διαφημιστική πινακίδα. «Βιάστηκε και πέθανες», «Καμία σύλληψη», «Πως και έτσι σερίφη;». Αυτή η τριάδα των διαφημιστικών πινακίδων επαναφέρει στην επικαιρότητα ένα πρόσφατο ξεχασμένο έγκλημα και υπενθυμίζει την μη απονομή της δικαιοσύνης. Είναι η πενθούσα μητέρα (στο ρόλο η Frances McDormand) που αποφασίζει να δράσει. Και είναι οι αντιδράσεις που προκαλούνται από αυτήν την ενέργεια της που παρακολουθεί η αφήγηση. Ό, τι παρακολουθούμε είναι τον αγώνα μιας θλιμμένης μητέρας για να βρεθεί ο δολοφόνος της νεαρής της κόρης. Είναι το πάθος της, η εμμονή της για εκδίκηση που εντυπώνεται στη μνήμη του θεατή. Απέναντί της έχει ένα καρκινοπαθή σερίφη (που υποδύεται εξαιρετικά ο Woody Harrelson), τον ρατσιστή βοήθό του (στο ρόλο ο Sam Rockwell) και την εχθρότητα μιας μερίδας της τοπικής κοινότητας.
Αφετηρία για την ταινία ένας σύνηθες μοτίβο στο χώρο του αμερικάνικου σινεμά: Μια κλειστή κοινότητα, μια έφηβη που δολοφονείται και βιάζεται, οι άγνωστοι δολοφόνοι που διαφεύγουν, η αναζήτησή τους -πλέον πρόσφατη η ταινία Wind River (2017) και η αρχετυπική του είδους Twin Peaks (1990–1991). Ωστόσο, ό,τι προκρίνει ο σκηνοθέτης είναι λιγότερο το μυστήριο της αποκάλυψης του δολοφόνου και περισσότερο το πάθος της ηρωίδας: μια ιστορία εκδίκησης στο ύφος ενός παλιού γουέστερν, αυτό είναι το φόντο. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Martin McDonagh -In Bruges (2008), Seven Psychopaths (2012)- στην τρίτη του ταινία χρησιμοποιεί λοιπόν τις συμβάσεις του είδους του γουέστερν ως αφετηρία για να εισέλθει στην επικράτεια του σινεμά των αδελφών Coen. Από τη μια η μητέρα και από την άλλη οι "Κακοί", η αστυνομία. Ο αρχικός όμως αυτός μανιχαϊσμός γρήγορα εξαχνώνεται. Θλίψη, πένθος, πάθος για εκδίκηση, κωμικές φιγούρες της Άγριας Δύσης, οι σκιές του θανάτου. Πρόσωπα αντιφατικά, εναλλαγές συναισθημάτων, χρωμάτων και τονισμών: είναι αυτό το πλούσιο και πολυποίκιλο στις αποχρώσεις του αφηγηματικό και δραματουργικό τοπίο που συνιστά την ιδιοτυπία της ταινίας.
Απέναντι στη σκληρή και καταγόμενη από τα γουέστερν κεντρική ηρωίδα, ο σκηνοθέτης τοποθετεί ένα πρόσωπο αμφιλεγόμενο, τον ρατσιστή βοηθό σερίφη: Είναι τη μεταλλαγή του, ή καλύτερα η μεταστροφή του, που παρακολουθούμε στη δραματική πλοκή. Και είναι αυτή η μεταλλαγή που φωτίζει μ' ένα άλλο φως τη αφήγηση.
Ό,τι συνιστά το αποκορύφωμα της δραματικής πλοκής είναι μια σκηνή τραγικής ειρωνείας. Στο νοσοκομείο το θύμα μιας βίαιης επίθεσης συναντά το θύτη του. Ωστόσο αδυνατεί να δει το πρόσωπό του: είναι, εξαιτίας βαριών εγκαυμάτων, πλήρως καλυμμένος από γάζες. Η συμπόνια που δείχνει στον θύτη του είναι ό,τι προκαλεί την αλλαγή. Αυτή η μεταστροφή του χαρακτήρα (και δευτερευόντως της μητέρας), καταλύει κάθε αναφορά στο κινηματογραφικό είδος του γουέστερν. Η αυτοδικία, η εκδίκηση είναι πλέον έωλη και χωρίς νόημα. Μετέωρη.   

Δημήτρης Μπάμπας