(για την ταινία Blade Runner του Ridley Scott)
του Σωτήρη Ζήκου
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_blade-runner-4.jpeg

Το Μπλαίηντ Ράννερς, πρώτα απ’ όλα είναι μια ταινία που αναφέρεται στο μέλλον. Θα μπορούσε να είναι μια ταινία πρόβλεψης, προειδοποίησης, προφητείας, εν πάση περιπτώσει ένα φιλμικό ωροσκόπιο της ανθρωπότητας. Αλλά δεν είναι.
Ο φιλμικός κόσμος που δείχνεται αλλά και υπονοείται στο Μπλαίηντ Ράννερς είναι ένας κόσμος όπου οι παραδοσιακές ομάδες και κοινότητες έχουν κονιορτοποιηθεί και οι αντίστοιχες στάσεις αλληλεγγύης και αισθήματα πίστης καταστραφεί. Οι εικόνες κυλάνε στην οθόνη σε βαρύ και αργό ρυθμό. Μέσα σ’ αυτές συνωστίζεται ένα πλήθος από μοναχικές και ανώνυμες φιγούρες σε μαύρο φόντο και τεχνητό φωτισμό.
Υπάρχουν κινηματογραφικές δημιουργίες που μας “ξαναμαθαίνουν” (και μπορείτε να βάλετε όσα εισαγωγικά θέλετε στο όρο, τα μισά για τη διδακτική του έννοια και τα άλλα μισά για τον ενεστώτα χρόνο του) μέσο και χάρις στο έργο τους, να ξαναβλέπουμε τον κόσμο και μ’ αυτήν την έννοια μπορεί μια ταινία να δίνει στον κόσμο μια τόσο “βαθιά” σημασία, όσο και μια φιλοσοφική πραγματεία.
Προφανώς, όχι γιατί οι διάλογοι της μεταμφιέζονται “φιλοσοφικά”.
Αυτός ο κόσμος που μέσα του περιφέρεται ο πρώην μπάτσος Ντέκαρτ είναι ένας κόσμος περιορισμένος σε μια συλλογή νεκρών κανόνων, ήτοι κανόνων θανάτου. Αυτοί οι κανόνες δεν έχουν καμιά προέκταση δικαίωσης, ούτε σ’ αυτόν ούτε σε κανέναν άλλο ήρωα. Κι’ όμως είναι όλοι τους πλαστικές μορφές. Και αυτοί που έχουν γεννηθεί και αυτοί που είναι κατασκευασμένοι. Και αυτοί πού επιζούν και αυτοί που πεθαίνουν.
Σ’ αυτό τον κόσμο του φιλμ, εκτός από τις απαγορεύσεις ό,τι υπάρχει φαίνεται να είναι υπόλειμμα του παρελθόντος. Ο Ντέκαρτ είναι μόνος του και εξουθενωμένος, τρώει περίεργα φαγητά που δεν μπορεί να προφέρει τ’ όνομα τους. Χωρίς επιλογή.
Δεν είναι ούτε ήρωας, ούτε αντί-ήρωας αλλά ένα εξαθλιωμένο απομεινάρι της εποχής που ήταν ο “μάγος”. Αλλά και της εποχής που στον κινηματογράφο υπήρχαν ήρωες ή αντί-ήρωες.
Εδώ όμως τι είναι;
Δεν είναι ούτε ο ήρωας που σκοτώνει γιατί πιστεύει ότι υπερασπίζει την ανθρώπινη κοινότητα από τα ανθρωπόμορφα ρομπότ, τους παρακατιανούς, δεν είναι ο καλός μπάτσος, ούτε όμως ο αντί-ήρωας, ο τυχοδιώκτης, το κάθαρμα που σκοτώνει για τους δικούς του εγωιστικούς σκοπούς. Ο Ντέκαρτ δεν είναι τίποτα όταν αρχίζει η ταινία και είναι κάτι όταν τελειώνει.
Είναι ένας επαγγελματίας φονιάς, ένα κυνηγός  επικηρυγμένων, που αναλαμβάνει να σκοτώσει, γιατί είναι το μόνο που ξέρει να κάνει. Είναι ένας πρώην αρχηγός μιας πρώην ομάδα εξόντωσης. Είναι ότι απόμεινε από τον ήρωα/αντί-ήρωα των παλιών κινηματογραφικών μυθοπλασιών.
Η κατάσταση που τον περιβάλλει είναι απολιθωμένη και αφόρητη. Τα κίνητρα της δράσης του, για όσο διάστημα δέχεται την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, δεν εγγράφουν το παρόν του σε μια προοπτική, μια συνέχεια που το ξεπερνά. Δεν έχει μέλλον.
Ο Ντέκαρτ δεν είναι φιλόδοξος, δεν περιμένει τίποτα. Γι αυτόν δεν υπάρχουν πόλοι αξιολόγησης
που του δίνουν κάποιο νόημα στην ύπαρξη του. Ακόμα χειρότερα δεν φαίνεται να υπάρχουν καν συνταυτιστικές αναφορές ανάμεσα σ’ αυτόν και τ’ άλλα πρόσωπα του κόσμου που ζει. Και κείνη η βροχή δε σταματάει και ποτέ δεν ξημερώνει.
Η διεξαγωγή της σύγκρουσης ανάμεσα σ’ αυτόν και τις ρεπλίκες, δεν βρίσκεται στην υπηρεσία κανενός κοινωνικού στόχου που να τον πιστεύει. Ακόμα χειρότερα, δεν υπάρχει καν, μίσος, φονική τρέλα, εκδίκηση, παράνοια, καταπολέμηση του κακού.
Έτσι η υπεροχή του πάνω στα θύματα του συνίσταται στο ότι αυτά “παίζουν” πριν τον σκοτώσουν, ενώ αυτός πυροβολεί παράδοξα, “ύπουλα θα έλεγαν”. Το αδιέξοδο του: μόλις τα εξοντώνει, θα είναι πάλι ένα τίποτα, χωρίς λόγο ύπαρξης, χωρίς νόημα ζωής. Ο Ντέκαρτ είναι θύμα του ίδιου του εσωτερικού του κενού.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_blade-runner-3.jpg
Αλλά οι ρεπλίκες τι είναι;
Το να είσαι ρεμπλίκα σημαίνει να ζεις διαρκώς με φόβο, να ζεις μόνο για όσο καιρό είσαι πρόσφορος, παραγωγικός, έχεις μια άξια χρήσης. Όταν πάψεις να είσαι όλα αυτά, όταν συμπληρώσεις το χρόνο λειτουργίας, όταν αγγίξεις το χρόνο λήξης σου, θα “συνταξιοδοτηθείς”. “Αλλά ποιός ζει πολύ, άλλωστε”; Ποιος δεν είναι ρεπλίκα;
Οι ρεπλίκες δεν είναι άνθρωποι, είναι ρομπότ, ένα σύνολο μερικών χαρακτήρων που επιλέγονται σε συνάρτηση με ένα σύστημα σκοπών που μεταχειρίζονται στην πράξη. Είναι μηχανικοί δούλοι, είναι πράγματα. Το να είσαι ρεπλίκα σημαίνει να είσαι δυνατός, ευκίνητος και με μακροζωία καθορισμένη. “Φως με διπλή λάμψη και μισή ζωή”. Χωρίς αναμνήσεις, χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον.
Μόνο που οι ρεπλίκες αυτά τα “πράγματα” εξακολουθούν να δημιουργούν προβλήματα μέσα σ’ αυτό το μηχανικό σύμπαν που τα κατασκευάζει. Οι ρεπλίκες δεν θέλουν να είναι «σαν άνθρωποι»: τέλειοι, δυνατοί και μελλοθάνατοι. Αναζητούν τον τρόπο, όχι μιας βελτίωσης αλλά κάτι πιο ριζικού: να μπορούν να ζουν, να αγαπάνε, να δακρύζουν, να θυμούνται, να ελπίζουν, να γίνουν κάτι άλλο και κάτι πέρα. Αντιδρούν στο φετιχισμό που τους ορίζει, τους ελέγχει με τα τεστ, αρνούνται να τους μεταχειρίζονται ως καθαρό μηχανικό σύστημα.
Είναι λοιπόν οι ρεπλίκες, πράγματα;
Κανείς δεμ θα μάθε ως το τέλος , αν και ο ίδιος ο διώκτης τους είναι ρεπλίκα. Τι σημασία θα είχε; Τί άλλο θα μπορούσε να είναι από πράγμα, για όσο οι άλλοι του είναι πράγματα και για τον εαυτό τους και για τους άλλους, για όσο επιβιώνει αποδεχόμενος τις σχέσεις κυριαρχίας και βίας με τις οποίες είναι αποκλειστικά δομημένος ο κόσμος στον οποίο υπάρχει;
Οι ρεπλίκες είναι και δεν είναι πράγματα, όσο και ο Ντέκαρτ είναι και δεν είναι πράγμα. Οι ρεπλίκες έχουν μια “αξία απόδοσης” αλλά τους λείπει η “αξία προσαρμογής”. Ο Ντέκαρτ υπάρχει και αναγνωρίζεται σε συνάρτηση με την κατοχή ενός πράγματος που είναι έξω απ’ αυτόν: της εξουσίας.
Στο φιλμ αυτό, λοιπόν, δεν έχουμε να κάνουμε με τον εξανθρωπισμό των ρομπότ αλλά με τον απανθρωπισμό των ανθρώπων.
Οι ρεπλίκες δεν είναι ρομπότ, γιατί είναι κάτι άλλο και κάτι περισσότερο από το κοινωνικό τους ορισμό ως μηχανικοί δούλοι.
Κι αυτή η πόλη είναι πνιγμένη από τεράστιες φωτεινές εικόνες διαφήμισης. Enjoy Coca-Cola. Ή γλώσσα της διαφήμισης είναι η εργαλειοποιημένη γλώσσα και με μία γλώσσα υποβιβασμένη στην εργαλειακή της διάσταση μπορούμε να υπολογίζουμε, όχι να σκεφτόμαστε.
Το βλέμμα μας παγιδεύεται μέσα σ’ έναν κόσμο που θέλει τα πάντα υποταγμένα ρητώς, σαφώς στον εργαλειακό χαρακτήρα της εξουσίας και της δύναμης, υποταγμένα στην αποτελεσματικότητα.
Αλλά αποτελεσματικότητα για ποιόν, ως προς τι, για τι πράγμα;
Μα για κέρδη, λέει ο πρόεδρος - μεγαλοφυΐα, για την οικονομική αύξηση. Την οικονομική αύξηση όμως για ποιόν, με τι κόστος, για να φτάσουμε που;
Στην πραγματικότητα του φαντάσματος, της παντοδυναμίας, στην κατάκτηση της φύσης, στην εκπλήρωση της ρήσης του Καρτέτσιου: να γίνουμε αφέντες και κτήτορες της φύσης. Αλλά αυτή η κυριαρχία συμβαδίζει με την εξαφάνιση του φυσικού κόσμου, τη μεταμόρφωση του σε βιολογική τρώγλη.
Ακόμα και ο Δρ. Φρανγκενστάιν ωχριά μπροστά στην εν σειρά μαζική παραγωγή ανθρώπινων οργανισμών που θα χρησιμεύσουν ως δούλοι. Στην υπηρεσία της πραγματοποιούσας ορθολογικότητας βρίσκονται η τεχνολογία, οι μεγαλοφυΐες, η επιστήμη.
«Ω! Η επιστήμη. Διόρθωσε τα πάντα χωρίς ν’ αφήσει τίποτα ορθό». (Αρθούρος Ρεμπώ).
Στην υπηρεσία της βρίσκονται οι Μπλαίηντ Ράννερς για να “συνταξιοδοτούν” όποιον παρεκκλίνει ή αντιστέκεται σ’ αυτή την καθολική ευθυγράμμιση. Είναι η εποχή της καθαρής δύναμης. Η βία μέσα σ’ αυτό τον κόσμο είναι τέλος του εαυτού της, δεν αναμειγνύεται με τίποτα άλλο παρά με ξεφτίδια του  παρελθόντος.
Μέσα από τη σύγκρουση του “βετεράνου” εκτελεστή και των ανυπότακτων “δούλων” αναδύονται τα “κοινά” ή “μεθεκτά” πράγματα που προϋποθέτει και η πιο βίαιη σύγκρουση, σπάζοντας τον ασφυκτικό κλοιό της βίας για τη βία στην καταπληκτική εκείνη σεκάνς της αντίστροφης των ρόλων  του διώκτη και του κυνηγημένου, λίγο πριν το φινάλε. Ένα υπαρξιακό “κοινό” μεταξύ τους: να διαφυλάξουν την ιδιαίτερη ταυτότητα τους μέσα σ’ ένα κόσμο που τείνει να κάνει ομοιομόρφους τους πάντες και τον καθένα. Το πήδημα έξω από τον εαυτό τους, το σπάσιμο της εικόνας τους.
Και η βροχή σταματάει και τα τελευταία πλάνα είναι φωτεινά. Ο ουρανός φωτίζεται καθώς άλλοι αστερισμοί υψώνονται σ’ αυτόν.
Ναι, άλλο το μήνυμα;
Ποιο μήνυμα;
Είναι μια ταινία που δεν θέλεις να τελειώσει αλλά ανακουφίζεσαι και τίποτα δεν λείπει αλλά αντίθετα πολλά περισσεύουν, όταν τελειώνει. Οι δονήσεις ενός κλονισμού, ενός τραντάγματος. Και η δόνηση δεν είναι μήνυμα.
Η ταινία αυτή είναι η δημιουργία ενός άλλου κόσμου, ενός σύμπαντος που δεν μοιάζει με κανένα άλλο που ξέρουμε και το οποίο θα ανακαλύψουμε χάρις σ’ αυτό μ’ έκπληξη και φρίκη πως το κατοικούσαμε ήδη χωρίς να το ξέρουμε.

Σωτήρης ΖΗΚΟΣ

(Η πρώτη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύτηκε στο κινηματογραφικό περιοδικό Οθόνη τ. 11 )