του David Lynch
blue-velvet.jpg

Το Λάμπερτον, όπου εκτυλίσσεται η ιστορία της ταινίας, είναι μια ηλιόλουστη, πληκτική, συνηθισμένη πόλη του αμερικανικού Νότου, γεμάτη αυλές με γρασίδι και παρτέρια, με μονότονη και ήσυχη ζωή. Όλα ξεκινούν, όταν ένας νεαρός άνδρας, ο Τζέφρι, ο οποίος έχει μόλις επιστρέψει στη γενέτειρά του για να επισκεφτεί τον άρρωστο πατέρα του, ανακαλύπτει μια μέρα ένα κομμένο ανθρώπινο αφτί σε ένα λιβάδι κοντά στο σπίτι του. Όταν αρχίζει να το ψάχνει, από απλή περιέργεια, εκκινεί μια σειρά αλλόκοτων γεγονότων που αποκαλύπτουν το άλλο πρόσωπο της νυσταλέας κωμόπολης. Χωρίς καν να το καταλάβει, ο Τζέφρι θα μπλεχτεί σε μια ριψοκίνδυνη ιστορία απαγωγής, με πρωταγωνιστές μια τραγουδίστρια κι έναν ψυχωτικό εγκληματία, ο οποίος την εκβιάζει για να ικανοποιήσει τις σαδομαζοχιστικές του ορέξεις. Έτσι, θα γλιστρήσει και θα παρασυρθεί σε έναν άλλον, ερεβώδη κόσμο, όπου επικρατούν η βία, ο φόβος, ο νοσηρός ερωτισμός και ο θάνατος. Προσπαθώντας να ξεδιαλύνει το μυστήριο, ο ήρωας θα περιπλανηθεί σε ένα εφιαλτικό, νυχτερινό τοπίο που τον φέρνει για πρώτη φορά σε επαφή με τη σκοτεινή πλευρά της πραγματικότητας, αλλά και του ίδιου του εαυτού του.
Σ’ αυτήν την τέταρτη - και ίσως την καλύτερη ταινία του – ο σπουδαίος Ντέιβιντ Λιντς /David Lynch βυθίζεται, βυθίζοντας μαζί του και τον θεατή, στην επικίνδυνη, αχαρτογράφητη και σκοτεινή άβυσσο του ασυνείδητου. Πρόκειται για ένα ανυπέρβλητο θρίλερ - στα σύνορα της φρίκης και του τρόμου - με υποβλητικότατη ατμόσφαιρα, έντονο μυστήριο και ακραίο αισθησιασμό. Το φιλμ, γκρεμίζοντας συθέμελα τον «αγγελικό» και «ηθικά» πλασμένο κόσμο της ειδυλλιακής αμερικανικής επαρχίας, είναι ένα ταξίδι μύησης του νεαρού ήρωα στην επικράτεια του απεχθούς, του αποτρόπαιου και του νοσηρού που ενεδρεύει μέσα στην ανθρώπινη φύση. Ο πρωταγωνιστής (πολύ καλός με την αγνή και αθώα φυσιογνωμία του ο Κάιλ ΜακΛάχλαν), περνά μέσα από τον διπλό καθρέφτη στη ζοφερή πλευρά της ζωής, δηλαδή στη γνωριμία του Κακού, το οποίο προσωποποιείται στο ναρκομανή, σαδιστή εγκληματία που υποδύεται, σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του, ο κα-τα-πλη-κτι-κός Ντένις Χόπερ. Η ταινία εκτόξευσε τον Ντέιβιντ Λιντς στα ύψη, η Ιζαμπέλα Ροσελίνι ριψοκινδύνευσε πραγματικά, καθώς εκτέθηκε και τσαλακώθηκε κυριολεκτικά και ως ηθοποιός και ως γυναίκα σ’ έναν απωθητικό ρόλο τον οποίο ερμήνευσε συγκλονιστικά, ενώ η μουσική του Άντζελο Μπανταλαμέντι, στην πρώτη του συνεργασία με τον σκηνοθέτη, συνέβαλλε τα μέγιστα στην υποβλητική ατμόσφαιρα του Μπλε βελούδου /Blue Velvet.
 
(δ.τ.)