(Οι εφιαλτικοί κόσμοι του David Lynch)
losthig2.jpg

A 21st Century Noir Horror Film.
A graphic investigation into parallel identity crises.
A world where time is dangerously out of control.
A terrifying ride down the lost highway.
Από το σενάριο της ταινίας Lost Highway του David Lynch

Το τέλος της ταινίας Lost Highway/ Χαμένη Λεωφόρος είναι μάλλον παράδοξο για Χoλλυγουντιανά δεδομένα: λίγο πριν τους τίτλους του τέλους ο σκηνοθέτης έχει διακόψει μια, εν εξελίξει, σκηνή καταδίωξης. Αυτή η ανοικτή εκκρεμότητα με το απροσδιόριστο τέλος, που ο David Lynch επιφυλάσσει στους υπομονετικούς θεατές της ταινίας του, είναι γεμάτη συνδηλώσεις για τη στάση του σκηνοθέτη απέναντι στο Χόλλυγουντ: είναι η σκηνή αυτή μία ύψιστη πράξη ασέβειας απέναντι στα Χολλυγουντιανά ιερά και όσια, μία πράξη ασέλγειας (με την μεταφορική αλλά και την κυριολεκτική σημασία του όρου) πάνω στο σώμα του συμβατικού κινηματογράφου, μια πράξη ύβρεως για τους εθισμένους στα αφηγηματικά στερεότυπα του Χολλυγουντιανού σινεμά, θεατές [1].
Όμως αυτή η τελευταία σκηνή είναι μάλλον ακόλουθη και με την αντίληψη (αλλά και το παρελθόν π.χ. Blue Velvet, Wild at Heart, Twin Peaks) του σκηνοθέτη για τη λειτουργία της αφήγησης: η εκκρεμότητα και η ασάφεια, η άρνηση μιας συμβατικής κατάληξης στην δραματουργία, αλλά κυρίως η υποκειμενική διάσταση της αφήγησης -συνέπεια της απελευθέρωσης του θεατή από τη δυναστεία ενός παντοδύναμου αφηγητή-, αποτελούν τις βάσεις πάνω στις οποίες οικοδομείται η αφήγηση στις ταινίες του David Lynch: καθώς οι αφηγηματικοί μηχανισμοί έχουν περισσότερο σχέση με τις δομές του ονείρου, παρά με αυτούς της κλασικής δραματουργίας, το τέλος της ταινίας μοιάζει ως το απότομο τέλος ενός ονείρου (ή ενός εφιάλτη;), ένα ξύπνημα που επαναφέρει τον θεατή στην καθημερινότητα των εικόνων.
Όντας ένας σκηνοθέτης που αντλεί όλη την δύναμη των εικόνων του από το ασυνείδητο, ο David Lynch και σ’ αυτήν την ταινία του επιμένει σ’ έναν κόσμο που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια των εικόνων, έναν κόσμο του οποίου την καταγωγή μπορούμε να αναζητήσουμε απωθήσεις που κατοικούν στο ασυνείδητο των προσώπων- χαρακτήρων, τους μύχιους πόθους τους, τις καταπιεσμένες επιθυμίες τους, τους ανομολόγητους φόβους. Επιλέγοντας, ως πεδίο δράσης το ασυνείδητο, αρνείται την τυποποίηση στην συμπεριφορά, που οι χαρακτήρες του κληρονομούν από το παρελθόν των κινηματογραφικών ειδών και οδηγείται στην ανατροπή αυτών των στερεοτύπων μέσα από την έκθεση ενός κόσμου εφιαλτικού, παράδοξου και υπερρεαλιστικού -ενός κόσμου που δείχνει ως το παραληρηματικό σύμπαν ενός ψυχοπαθούς.
losthig1.jpg
Μια ταινία, δύο ιστορίες
Στο Lost Highway είναι το film noir και η ταινία ψυχολογικού τρόμου που προσφέρουν την ατμόσφαιρα, τα στερεότυπα και τους χαρακτήρες στη μυθοπλασία. Στο πρώτο μέρος της αφήγησης έχουμε μια αόρατη απειλή, που εισβάλλει στην καθημερινότητα ενός ζευγαριού σε κρίση: είναι ένας ηδονοβλεψίας που παρακολουθεί τη ζωή του ζευγαριού. Στον δεύτερο μέρος έχουμε μια κλασική νουάρ ιστορία: η ερωμένη ενός γκάνγκστερ τον απατά μ’ ένα μηχανικό αυτοκινήτων, ο οποίος οδηγείται για χάρη της στο έγκλημα. Η ύπαρξη και των δύο ετερόκλητων (σε μια πρώτη προσέγγιση) αφηγηματικών μερών στην ίδια ταινία, αλλά κυρίως η σύνδεση τους είναι τελικά οι δυο παράγοντες που υπονομεύουν τα κλασικά αφηγηματικά στερεότυπα, εισάγοντας τον θεατή σ’ ένα παράδοξο και ονειρικό κόσμο, ανασύροντας στην επιφάνεια τον κόσμο του ασυνείδητου. Το παράδοξο που διατρέχει την αφήγηση οικοδομείται από τους αποκλίνοντες/ παρεκκλίνοντες (από τη συμβατική κανονικότητα) χαρακτήρες, από τα αναιτιολόγητα συμβάντα, από τα πρωθύστερα των εικόνων, από την κυκλική κίνηση του χρόνου. Απόρροια των προηγουμένων είναι ότι η αφήγηση -ως μηχανισμός που διοχετεύει πληροφορίες στον θεατή-, συνεχώς υπονομεύεται από τα ονειρικά -ανορθολογικά στοιχεία. Η επικοινωνία του θεατή με τις εικόνες λειτουργεί σ’ ένα επίπεδο περισσότερο συναισθηματικό -με ενδιάμεσο ανάμεσα στις εικόνες και τον θεατή, τον κεντρικό χαρακτήρα του έργου.
Άκρως υποκειμενική στην αφήγηση της, η Χαμένη Λεωφόρος, οργανώνεται γύρω από το δίπολο των κεντρικών χαρακτήρων, του Fred Madison (Bill Pullman) και Pete Dayton (Balthazar Getty), χαρακτήρες, που διαμέσου της Λυντσικής μετεμψύχωσης αποτελούν τις εξωτερικές εκφράσεις ενός ασυνείδητου, είναι οι δύο διαφορετικές εικόνες μιας συνείδησης, ενός προσώπου-Ιανού που επιβιώνει και μεταφέρεται από το ένα αφηγηματικό τμήμα στο άλλο, αλλάζοντας απλώς μορφή: πρόσωπο το οποίο μέσα από τις δύο εκφάνσεις του γίνεται ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα δύο αφηγηματικά μέρη [2]. Η ανοικτή εκκρεμότητα του τέλους προσφέρει σ’ αυτό το πρόσωπο (ή πρόσωπα) μια ιδιαίτερη δυναμική: είναι ένας χαρακτήρας που δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση μιας αυτόνομης και ανεξάρτητης από τις δομές της ταινίας, προσωπικότητας: ένα πρόσωπο που υπάρχει πέρα και μετά τη πραγματικότητα της ταινίας.
Εκτός όμως από το κεντρικό πρόσωπο, τα δύο μέρη της αφήγησης παρουσιάζουν μία σειρά από κοινά στοιχεία, που ενισχύουν τον ισχυρισμό ότι αποτελούν τις δύο ονειρικές εκδοχές μιας υποκειμενικής πραγματικότητας, όπως αυτή εικονοποιείται στο ασυνείδητο του ήρωα [3].
Πρόσωπο που βρίσκεται απέναντι από τον ανδρικό χαρακτήρα, η γυναικεία παρουσία αποτελεί και αυτή επίσης μια -και εν πολλοίς αδιαίρετη- φύση στα δύο τμήματα. Αυτή η γυναικεία φύση εκφέρεται από δύο χαρακτήρες (ένα για κάθε μέρος), δύο πρόσωπα -την Renee και την Alice-, δύο εκδοχές της ίδιας εικόνας. Στον πρώτο κύκλο είναι η εικόνα μιας γυναικείας παρουσίας παθητικής μ’ ένα σκοτεινό παρελθόν και ένα απροσδιόριστο παρόν. Ενώ στο δεύτερο κύκλο είναι η εικόνα της Femme Fatale, που ο θεατής αναγνωρίζει με ευκολία στο κεντρικό γυναικείο χαρακτήρα [4]. Αν και διαμετρικά αντίθετες, οι δύο γυναικείες εικόνες μέσα από τους αφηγηματικούς μηχανισμούς του σκηνοθέτη ενοποιούνται σε μια φύση: καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας αφήνονται διαρκώς υπονοούμενα ότι τα δύο πρόσωπα, είτε συνδέονται μεταξύ τους, είτε αποτελούν ένα και το αυτό πρόσωπο [5]. Το γεγονός ότι οι δύο γυναικείοι ρόλοι ερμηνεύονται από την ίδια ηθοποιό επιτείνει τη σύγχυση, αλλά και υπογραμμίζει τον υποκειμενικό στοιχείο στην αφήγηση: το γυναικείο πρόσωπο υπάρχει ως ένα πρόσωπο-σύμβολο, που ανήκει στον κόσμο του ασυνείδητου του ήρωα. Ένα πρόσωπο το οποίο στα δύο μέρη της αφήγησης διατηρεί ένα πυρήνα άθικτο -το σώμα της ηθοποιού- και μεταλλάσσει τα εξωτερικά στοιχεία -το ντύσιμο και το μακιγιάζ- ανάλογα με το περιβάλλον και την ιστορία.
Πρόσωπο που υπάρχει και στους δύο κύκλους είναι ο "Mystery Man", ένας χαρακτήρας που συνδιαλέγεται με τον ήρωα, καθώς μοιάζει να προέρχεται από τον σκοτεινό κόσμο των απωθήσεων του ήρωα: έκφραση των φόβων του και των επιθυμιών του, αλλά και Stalker του ήρωα στις εσωτερικές του περιπλανήσεις στις λεωφόρους του ασυνείδητου. Η παρουσία του προκαλεί, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, την αμηχανία στον ήρωα, ενώ παράλληλα εισάγει τον ανορθολογισμό μέσα στην αφήγηση (καθώς η παρουσία του δεν ερμηνεύεται μέσα από τα σχήματα του ορθολογισμού) και οδηγεί τον θεατή στην αμφιβολία σχετικά με τη ψυχική κατάσταση του ήρωα και την αμφισβήτηση οποιουδήποτε ορθολογιστικού στοιχείου της αφήγησης.
losthig3.jpg
Ένα νόμισμα, δύο όψεις
Η ύπαρξη αυτών των τριών προσώπων (του Άνδρα, της Γυναίκας και Mystery Man) κάνει και τα δύο μέρη της αφήγησης να δείχνουν ως οι δύο (σκοτεινές) όψεις ενός νομίσματος. Το κοινό μοτίβο (ή η αξία του νομίσματος) που μπορούμε να αναγνωρίσουμε και στα δύο μέρη είναι η αμηχανία του κεντρικού χαρακτήρα Fred Madison/ Pete Dayton, απέναντι στη γυναικεία παρουσία. Μια αμηχανία που προέρχεται από την αδυναμία ελέγχου της γυναικείας παρουσίας, από τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις που μπορεί να προσλάβει η γυναικεία σαγήνη, από την ανικανότητα του ήρωα να διαχειριστεί την γυναικεία σεξουαλικότητα ή να συμβιβαστεί συναισθηματικά με την απόρριψη του από το γυναικείο πρόσωπο [5].
Το καθένα από τα δύο πρόσωπα του άνδρα (αλλά σ΄ ένα βαθμό και κάθε μία από τις δυο εικόνες της γυναίκας) είναι μια μάσκα, μια ταυτότητα που λειτουργεί ως μια ασπίδα προστασίας του ασυνείδητου από τις εντάσεις και πιέσεις του εξωτερικού κόσμου. Όταν οι πιέσεις γίνουν αβάστακτες, όταν ο κόσμος του ασυνείδητου εκραγεί, όταν οι εφιάλτες αποκτήσουν σάρκα και οστά τότε η ταυτότητα καταρρέει, διαλύεται και η ουσία του προσώπου αναζητά σ’ ένα άλλο σώμα καταφύγιο, σε μια άλλη εικόνα προστασία [6]. Τότε η αφήγηση παραμένει ανολοκλήρωτη, ο κινηματογραφικός χρόνος χάνει τη γραμμική του διάσταση και γίνεται κυκλικός. Τότε την κινηματογραφική απόλαυση -η οποία παραγόταν από την προσήλωση του σκηνοθέτη στα στερεότυπα των ειδών, παράλληλα με την εικονολατρία του- τη διαδέχεται ο εφιαλτικός και σκοτεινός κόσμος του ήρωα. Τότε οι λεωφόροι της αφήγησης που ο σκηνοθέτης οδηγούσε με ασφάλεια τον θεατή γίνονται ξαφνικά οι λαβύρινθοι ενός εφιάλτη που μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ.
Τρόμος ή έλξη, απώθηση ή γοητεία: η αμφιθυμία των συναισθημάτων, που ο θεατής βιώνει, έχει την βάση της στην αφηγηματική αμφισημία, τη σύγχυση, το διφορούμενο, τις διπλές ταυτότητες και στην αμηχανία του θεατή απέναντι στα φιλμικά δρώμενα. Όμως τα συναισθήματα αυτά δεν είναι παρά τα συναισθήματα ενός ονείρου (ή ενός εφιάλτη) που θεατής βιώνει: Ο κόσμος του Lost Highway είναι ένας κόσμος στον πυρήνα του τόσο κινηματογραφικός όσο και ονειρικός: Είναι ένας κόσμος όπου ο σκηνοθέτης βρίσκεται στη θέση του ασυνείδητου ως ένας παραγωγός εικόνων και συναισθημάτων και ο θεατής δεν είναι παρά το υποκείμενο μιας ονειρικής (ή εφιαλτικής) διαδικασίας.

Δημήτρης Μπάμπας

Σημειώσεις

[1] “Lost ?” (Χαμένος;) Η ερώτηση στο official site της ταινίας στο Internet συμπυκνώνει τα συναισθήματα του θεατή απέναντι στον αφηγηματικό λαβύρινθο. Αποτελεί όμως ταυτόχρονα και συμπύκνωση των βασικών συναισθημάτων του κεντρικού χαρακτήρα της ταινίας στο μεγαλύτερο τμήμα της, καθώς αναζητεί απελπισμένος να βρει διέξοδο στο λαβύρινθο της λεωφόρου.

[2] Αναφερόμαστε στην αλλαγή ταυτότητας, που συμβαίνει στη σκηνή στο της φυλακής, όπου ο μουσικός Fred Madison(Bill Pullman) μετενσαρκώνεται στον μηχανικό αυτοκινήτων Pete Dayton (Balthazar Getty).

[3] Η ταινία χαρακτηρίζεται από τον σκηνοθέτη ως μια φούγκα (Fugue), όρος που στη ψυχιατρική χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια σειρά από επεισόδια μεγάλης διάρκειας που ο ασθενής δεν μπορεί να θυμηθεί, ένα σύμπτωμα της υστερίας. Όμως είναι επίσης και ένας μουσικός όρος που περιγράφει ένα κομμάτι το οποίο στην αρχή έχει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση στην συνέχεια αλλάζει και κατόπιν επανέρχεται στην αρχική κατεύθυνση: οι ομοιότητες με τη φόρμα της ταινίας είναι προφανείς. (Οι επισημάνσεις από συνέντευξη του σκηνοθέτη στο περιοδικό FilmMaker, Winter 1997)

[4] Η Renee είναι ένας χαρακτήρας πολύ κοντά στο εικόνα της Isabella Rossellini στο Blue Velvet, αντίθετα με την Alice που η σεξουαλικότητα της την φέρνει κοντά στο χαρακτήρα της Laura Dern στο Wild At Heart.

 [5] Σε μια φωτογραφία που εμφανίζεται δύο φορές μέσα στην αφήγηση επισημαίνεται αυτή η σύνδεση, αλλά επιτείνεται και η ασάφεια σχετικά με την ταυτότητα της γυναικείας παρουσίας: στην πρώτη εκδοχή της φωτογραφίας τα δύο πρόσωπα παρουσιάζονται μαζί, ενώ στη δεύτερη εμφανίζεται μόνο το ένα γυναικείο πρόσωπο.

[6] Οι υποψίες ότι η γυναίκα απατά τον άνδρα (στο πρώτο μέρος) και η αίσθηση του ότι αποτελεί θύμα της γοητείας της (στο δεύτερο μέρος) δημιουργούν την έκρηξη του ήρωα.

[7] Η έκρηξη του καταπιεσμένου ασυνείδητου, η ανάδυση του σκοτεινού του κόσμου στην επιφάνεια έχει ως αφετηρία τη σκηνή στον καθρέφτη, όπου η εικόνα του ήρωα αναδιπλασιάζεται.