(σχόλιο για την ταινία The Quiet American του Phillip Noyce)
quiet4.jpg
Καμιά ταινία δεν υπάρχει "εν κενώ". Κάθε φορά που μπαίνουμε στην σκοτεινή αίθουσα για να δούμε μια ταινία κουβαλάμε μαζί μας την πραγματικότητα στην οποία ζούμε. Και είναι αυτή η πραγματικότητα που φωτίζει τις εικόνες, που διαμορφώνει σ' ένα μεγάλο βαθμό την τελική αίσθηση που αποκομίζουμε όταν βγαίνουμε από την αίθουσα. Ένας διάλογος συμβαίνει κατά την διάρκεια της προβολής ανάμεσα σ' αυτά που συμβαίνουν στην μεγάλη οθόνη και σ' αυτά που συμβαίνουν έξω απ' αυτή, στον αληθινό κόσμο: ο θεατής βρίσκεται στον ενδιάμεσο χώρο ως μάρτυρας και ακροατής, αλλά και ως διαμορφωτής αυτού του διαλόγου.
Είναι λοιπόν αναπόφευκτο η ταινία The Quiet American να αντιμετωπισθεί υπό το φως των τελευταίων γεγονότων. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ενός πολέμου, οι προβλεπόμενες και αναμενόμενες εκατόμβες των αθώων θυμάτων, οι κλαγγές των όπλων και το σκότος της μισαλλοδοξίας: όλα αυτά διαμορφώνουν τις συνθήκες προβολής της ταινίας. Αναφερόμενη στο παρελθόν -στις απαρχές του πολέμου του Βιετνάμ- η ταινία σήμερα καθίσταται κατά ένα παράξενο τρόπο προφητική και ο λόγος της διαχρονικός.
quiet1.jpgΥπό το φως των τελευταίων γεγονότων λοιπόν μια απροκάλυπτα ειρωνική διάσταση μας υποδεικνύει ο τίτλος της: Ο ήσυχος Αμερικανός. Κάτι που κάνει ακόμα πιο εμφανές η παραπλανητική, όπως αποδεικνύεται στην συνέχεια, κίνηση του σκηνοθέτη να υποστηρίξει, μέσα από τον λόγο του πρωταγωνιστή της, την προσκόλληση του επιθέτου -Ήσυχος- στο ουσιαστικό -Αμερικανός. Όμως η παραπλάνηση είναι στο κέντρο της δραματικής πλοκής σ' αυτή την ταινία. Και η αφήγηση δεν είναι παρά ο δρόμος που οδηγεί στην αποκάλυψη της αλήθειας.
Όταν ο πρωταγωνιστής, ένα μεσήλικας Βρετανός δημοσιογράφος ανταποκριτής στο Γαλλικό Βιετνάμ, θα βρεθεί αυτόπτης μάρτυρας σ' ένα μακελειό, τότε η αλήθεια θα ακουστεί μέσα από τις κραυγές του πόνου. Σ' αυτή την σκηνή θα αντικρίσει την άλλη όψη, την κρυφή, της πραγματικότητας: ο (καθόλου) ήσυχος Αμερικανός είναι εκεί, όχι ως μάρτυρας, αλλά ως πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης σε μια αληθινή τραγωδία.
Πριν απ' αυτή την σκηνή, ο πρωταγωνιστής (και μαζί του ο θεατής), είχε εξαπατηθεί από τον ήσυχο Αμερικανό, είχε παραπλανηθεί από τον σκηνοθέτη. Στο πρώτο μέρος της ταινίας η σκηνοθεσία δημιουργούσε την αίσθηση ότι έχουμε μπροστά μας ακόμα μια ερωτική ιστορία, με φόντο τα ταραγμένα χρόνια ενός πολέμου. Κάτι στο ύφος της Casablanca (Michael Curtiz, 1942) -αρχετυπικής ταινίας για το είδος-, ή της πιο νεώτερης The Year of Living Dangerously (Peter Weir, 1982) : ένα ερωτικό τρίγωνο, ο εξωτισμός μακρινών τόπων και άλλων πολιτισμών, η ανάταση και οι πίκρες του έρωτα, η απελπισία και η απόγνωση του πολέμου, η ατμόσφαιρα αναταραχής που επιτείνει τις ανισορροπίες του έρωτα.
Αυτό που παρατηρούμε σ' αυτή την ταινία είναι κάτι εξαιρετικά σπάνιο για χολιγουντιανή ταινία: το φόντο της ταινίας, το background, μετακινείται και έρχεται σιγά -σιγά στο προσκήνιο. Όλες αυτές οι εικόνες που δημιουργούσαν την ατμόσφαιρα και το κλίμα για να αναπτυχθεί η ερωτική ιστορία τίθενται στο κέντρο της δραματικής πλοκής και γίνονται το raison d' etre, ο λόγος ύπαρξης της ταινίας. Επεμβαίνουν ουσιαστικά στην δραματική πλοκή (όπως η σκηνή του μακελειού), αλλάζουν την ηθική των προσώπων. Η πολιτική κατάσταση στο Βιετνάμ, ο επερχόμενος εμφύλιος, η διαμάχη στα παρασκήνια ανάμεσα στους εθνικιστές και στους κομμουνιστές, οι αδύναμοι να παρέμβουν αποικιοκράτες Γάλλοι, η πολιτική του αμερικανικού παράγοντα: αυτά τα σημεία αποτελούν τις συντεταγμένες του φόντου. Έτσι, ξαφνικά, ο έρωτας και οι περίπλοκές του χάνονται από το προσκήνιο και τις εικόνες της ταινίας καταλαμβάνει ο κυνισμός και ο μακιαβελισμός μιας, χωρίς ηθική βάση, πολιτικής παρέμβασης. Τα πρόσωπα γίνονται έρμαια της πολιτικής δράσης, παρά την ερωτικής.
quiet2.jpgΗ σκηνή του μακελειού είναι μια καθοριστική για την δραματική πλοκή στιγμή: γιατί τότε διαλύονται οι αυταπάτες του έρωτα και εισβάλλει βίαια η σκληρή πραγματικότητα του πολέμου. Είναι μια σκηνή αποκαλυπτική γιατί καθιστά φανερό ότι παρέμενε κρυφό: μια ανήθικη πολιτική πρακτική και τα επακόλουθα της. Τώρα το διαφιλονικούμενο αντικείμενο του πόθου δεν είναι η νεαρή Βιετναμέζα πόρνη, αλλά μια ολόκληρη χώρα. Τώρα δεν παρακολουθούμε τα παιχνίδια του έρωτα, αλλά της πολιτικής. Τώρα τους ανθρώπους δεν τούς κυβερνά ο πόθος του έρωτα αλλά η δίψα για δύναμη, εξουσία και κυριαρχία.
Όταν λοιπόν ο ήρωας αποφασίζει να ανοίξει ένα βιβλίο στο παράθυρο του σπιτιού του, αυτό δεν είναι μόνο μια πράξη που τελείται υπό το κράτος της ερωτικής αντιζηλίας. Σημείο ενός προαναγγελθέντος φόνου αλλά και συμβολική τέλεσή του, αυτή η χειρονομία μοιάζει να υποκινείται από τα πιο αγνά κίνητρα. Είναι η απόφασή του να αποδοθεί η δικαιοσύνη, να τιμωρηθεί ο ένοχος, που τον ωθεί στον συμβολικό (και αργότερα πραγματικό) φόνο. Αποτελεί αυτή η σκηνή την πράξη κήρυξης του πολέμου: τώρα το αίμα ξεπλένεται με αίμα. Και παράλληλα αποκαλύπτει στον θεατή ότι ο χαρακτηρισμός που ο ήρωας έδινε στον ερωτικό του αντίζηλο - ένας ήσυχος Αμερικανός- είναι μάλλον ένα οξύμωρο σχήμα, μια έκφραση contradiction in terms.
Με ταραγμένη την συνείδηση του, ο ήρωας και έχοντας ανακαλύψει την αλήθεια των πραγμάτων τώρα μπορεί να ζήσει την παραφορά ενός έρωτα. Τώρα ο έρωτάς του για την νεαρή Βιετναμέζα πόρνη καθίσταται μια πολιτική πράξη.

Δημήτρης Μπάμπας
quiet3.jpg
The Quiet American (ε.τ. Ο ήσυχος Αμερικάνος) (2002)
Σκηνοθεσία: Phillip Noyce
Σενάριο: Christopher Hampton, Robert Schenkkan, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Graham Greene.
Φωτογραφία: Christopher Doyle
Ηθοποιοί: Michael Caine, Brendan Fraser, Rade Serbedzija, Do Thi Hai Yen.
Διάρκεια: 118'