του Lodge Kerrigan
keane1.jpg
Ο Lodge Kerrigan, σκηνοθέτης του Clean, Shaven (Κόντρα Ξύρισμα) και της Clair Dolan (Κλερ Ντόλαν), ιχνηλατεί για μια φορά ακόμη, την εσωτερική απόγνωση ανθρώπων που ζουν στα όρια, που ζουν μέσα σε ένα περιβάλλον αποξένωσης.
Κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας είναι ο William Keane (τον ρόλο υποδύεται Damian Lewis/ Ντάμιεν Λούις) που απελπισμένος ψάχνει την 6χρονη κόρη του, η οποία έχει χαθεί εδώ και μήνες. Ισχυρίζεται πως έχει απαχθεί. Ο William Keane περνά όλες του τις ημέρες διαρκώς αναζητώντας την, όλες του τις νύχτες βυθίζεται στις παραισθήσεις του αλκοόλ και των ναρκωτικών. Ωθεί τον τον εαυτό του σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, και σιγά –σιγά πλησιάζει όλο και περισσότερο στο τέλος της λογικής … στην αρχή της σχιζοφρένειας.
Η ταινία Κeane είναι μια σπουδή πάνω σ' ένα χαρακτήρα που ζει στα όρια, που είναι ο ίδιος οριακός. Ο Lodge Kerrigan εστιάζει με μια ασυνήθιστη εμμονή πάνω στον ήρωά του, τον ακολουθεί από τόσο κοντά ώστε ορισμένες φορές ο θεατής έχει τηνν αίσθηση ότι η κάμερα θα μπει μέσα στο υποσυνείδητο του William Keane, για να ρίξει φως στην θύελλα που οργισμένα μαίνεται μέσα του.
keane2.jpgΟ Lodge Kerrigan δηλώνει για την ταινία: «Με την ταινία Keane επικεντρώθηκα στο τι συμβαίνει μετά την απώλεια, την θλίψη που κυριαρχεί σε κάποιον, τα αισθήματα ενοχής και αυτοενεχοποιήσης, πως ένα επεισόδιο που συμβαίνει σε λίγα λεπτά μπορεί να αλλάξει την ζωή κάποιου μόνιμα και ανεπιστρεπτί, επίσης αναρωτιέμαι αν κάποιος μπορεί να συνδιαλεχθεί σε οποιοδήποτε επίπεδο, μ’ ένα τέτοιο γεγονός.
(...) Όσες περισσότερες ταινίες κάνω τόσο περισσότερο προσπαθώ να κρατήσω τα πράγματα απλά και καθαρά. Όσον αφορά την αισθητική πλευρά της ταινίας Keane αισθάνθηκα ότι ο ρεαλισμός θα είχε μεγαλύτερο συναισθηματικό αντίκτυπο στους θεατές και θα βοηθούσε να τονιστεί ότι υπάρχουν άνθρωποι όπως ό κεντρικός χαρακτήρας στην πραγματική ζωή, άνθρωποι που είναι άρρωστοι, που ίσως κάνουν ηθικά αμφισβητήσιμες επιλογές, οι οποίοι ωστόσο είναι καλοί άνθρωποι που αξίζουν συμπόνιας.
Όσον αφορά την πρακτική πλευρά επέλεξα να έχω συνεχώς τον Keane στο κινηματογραφικό κάδρο, να κινηματογραφίσω την ταινίας με κάμερα στο χέρι, να την γυρίσω σε πολλούς χώρους, να μην την υπερ-φωτίσω (κινηματογραφούμε σε πραγματικούς χώρους με τον υπάρχοντα φωτισμό, με μία λήψη, σε πραγματικό χρόνο). Προσπάθησα να μην υπάρχουν πολλές αλαγγές πλάνου στο μοντάζ- αντίθετα έκανα "μοντάζ" κατά την διάρκεια της λήψης. Δεν είχα καθόλου την παραδοσιακή «κάλυψη» -κάθε λήψη έχει την διάρκεια της σκηνής και τα μόνα cuts στην ταινία είναι jump cuts. Ήθελα να πετύχω μια αίσθηση αληθινού χρόνου, γιατί σκέφθηκα ότι έτσι θα τόνιζα τον συναισθηματικό αντίκτυπο και την ταύτιση του θεατή με τον Keane».