του Robert Altman
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
altman1.jpg
ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, πριν τον Α! Παγκόσμιο πόλεμο, μία δεκατετράχρονη που δεν είχε κανένα να την φροντίσει κατέληγε ή υπηρέτρια ή πόρνη. Δεν υπήρχε η συνήθεια της εκπαίδευσης των γυναικών: δεν υπήρχαν γι' αυτές δουλειές. Η εποχή που διαδραματίζεται η ταινία, το 1932, είναι πριν κάνει την εμφάνιση του στο προσκήνιο ο Χίτλερ. Ωστόσο μετά τον πόλεμο (Β' Παγκόσμιο) αυτό τελείωσε, γιατί κατά την διάρκεια του οι γυναίκες είχαν βγει έξω, συναρμολογούσαν αεροπλάνα. Στην ταινία Gosford Park έχουμε δύο πρόσωπα που ζουν κάτω από την ίδια στέγη. Ωστόσο κοινωνικά δεν έχουν σχέσεις παρά ως υπηρέτης-αφέντης. Για πολλούς ανθρώπους σαν αυτούς, οι υπηρέτες ήταν σαν να είχες κατοικίδια ζώα στο σπίτι. Και το 1932 είναι η εποχή που αυτά τελειώνουν. Νομίζω ότι κατά κάποιο τρόπο δείχνουμε το πολιτικό τέλος αυτού του συστήματος, αν και απομεινάρια του εξακολουθούν, να υπάρχουν. Σίγουρα αν πας στο Buckingham Palace [σ.τ.μ. η κατοικία της βασίλισσας της Αγγλίας] θα βρεις τέτοιου είδους σχέσεις.
altman2.jpg
Η ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
Νομίζω ότι οι ταινίες με μεγάλο πλήθος χαρακτήρων είναι οι ευκολότερες (για μένα). Αν κάτι δεν λειτουργήσει έχεις πάντα κάτι άλλο για να το καλύψει. Οι ταινίες με δύο ή τρεις χαρακτήρες είναι οι πιο δύσκολες, επειδή πρέπει να κρατάς την προσοχή του κοινού μόνο μ' αυτά τα στοιχεία συνεχώς. Είναι σαν οι διαστάσεις του τελάρου να καθορίζουν το μέγεθος του πίνακα. Προσεγγίζω αυτές τις ταινίες ως τοιχογραφίες, παρά ως μυθιστορήματα ή διηγήματα. Το να κάνεις την σωστή επιλογή ηθοποιών είναι το 85%. Χρησιμοποιώ πολλές κάμερες στο γύρισμα κάτι που μου περιορίζει την δουλειά που πρέπει να κάνω στο μισό. Αν μία σκηνή δείχνει αυτό που θέλω να δείξω τότε την γυρίζω. Ωστόσο στο Gosford Park δεν νομίζω ότι κάναμε παραπάνω από έξι λήψεις (για μία σκηνή). Κάναμε πρόβες στην διάρκεια των γυρισμάτων και πέρα απ' αυτές τίποτε άλλο.
Όσον αφορά την προετοιμασία είχα δύο ξεχωριστές συναντήσεις: οι μία ήταν με τους "πάνω" [σ.τ.μ. αναφέρεται στους χαρακτήρες της ανώτερης κοινωνικά τάξης] ήταν διάρκειας τεσσάρων ωρών. Ήταν μάλλον ένα γεύμα γνωριμίας, όπου απαντήθηκαν τα ερωτήματα που είχαν. Μια βδομάδα μετά κάναμε το ίδιο και με τους "κάτω" [σ.τ.μ. οι χαρακτήρες της κατώτερης κοινωνικά τάξης]. Σχηματίστηκαν δύο αστεία στρατόπεδα. Αυτό ήταν συνειδητό από την μεριά μου, όμως δεν μπορούσα να προβλέψω ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα. Αυτό που ήξερα ήταν ότι "πάνω" θα έπρεπε να παίξουν μεταξύ τους. Δεν είχαν καμία σχέση με του υπηρέτες πέρα απ' αυτή που αναπτυσσόταν (στο σενάριο). Και το αντίστροφο. Πιστεύω ότι ο καθένας θα το έκανε αυτό.

ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ
Οι συγγραφείς σίγουρα γράφουν τα σενάρια, όμως αυτά δεν στηρίζονται στους διάλογους. Ο Όμηρος δεν έγινε διάσημος συγγραφέας λόγω των διαλόγων του. Σ' αυτή την ταινία ο σεναριογράφο Julian Fellows ήταν συνεχώς στο πλατό, γράφοντας και διορθώνοντας, κάθε μέρα. Και επιπλέον ήταν και ο τεχνικός μου σύμβουλος: αν κάποιος έπαιρνε το λάθος πιρούνι -εγώ δεν ξέρω τέτοια πράγματα. Ο Bob Balaban (ο παραγωγός της ταινίας) και εγώ του δώσαμε μία περίληψη σχετικά με το είδος της ταινίας που θέλαμε να κάνουμε. Έφυγε και έγραψε την πρώτη εκδοχή του σεναρίου, η οποία μας άρεσε πολύ. Αργότερα προσθέσαμε τον χαρακτήρα του Ivor Novello (σ.τ.μ. ένας βρετανός ηθοποιός και τραγουδιστής που εμφανίσθηκε στην ταινίας του Hitchcock The Lodger) και στοιχείο από είδος ταινιών του Charlie Chan: δύο στοιχεία της πραγματικότητας στα οποία έπρεπε να είμαστε αληθινοί.
(…) Πάντα σκέφτεσαι τους ηθοποιούς κατά την διάρκεια της συγγραφής του σεναρίου. Όμως είναι σκέψεις θαμπές, ακαθόριστες. Όταν κλείνεις έναν ηθοποιό, τότε περιορίζεις τις επιλογές και για όλους τους άλλους ρόλους. Από την στιγμή που θα φθάσεις στο τρίτο πρόσωπο, τότε τα πάντα γίνονται σαν ένα παζλ, όπου όλα τα κομμάτια θα πρέπει να ταιριάζουν απόλυτα μεταξύ τους. Πρέπει να είμαι πολύ προσεκτικός έτσι ώστε οι θεατές να μην μπερδεύουν τους ηθοποιούς. Μ' άλλα λόγια, αν έχω έναν ψηλό ηθοποιό πρέπει μετά να επιλέξω έναν κοντό. Αν έχω ήδη επιλέξει μια κοκκινομάλλα, τότε θα ψάξω για μία ξανθιά. Αυτή είναι μία πολύ μακρά διαδικασία. Όμως όταν επιτέλους όλα ταιριάξουν, τότε το μεγαλύτερο μέρος της δημιουργικής μου εργασίας για την ταινία έχει ολοκληρωθεί.
altman3.jpg
ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Λεω απλώς:" Λοιπόν πότε δεν έκανα ένα θρίλερ" και απ' αυτή την δήλωση προκύπτει η ταινία The Gingerbread Man. Και με το Gosford Park η δήλωση αφορούσε το είδος ταινιών μυστηρίου με εγκλήματα. Ο λόγος λοιπόν που επιλέξαμε- ο Bob Balaban και εγώ- αυτό το βρετανικό είδος ήταν γιατί είπα: "Ποτέ δεν έκανα μία ταινία μυστηρίου με εγκλήματα, όπως το μυθιστόρημα Ten Little Indians της Agatha Chistie". Εκείνη ακριβώς τη στιγμή το είδος (genre) και ο τόπος της ταινίας προσδιορίστηκαν. Χρησιμοποιώ όλες τις πληροφορίες που οι θεατές ήδη γνωρίζουν για ένα κινηματογραφικό είδος. Ξέρω ότι έχουν μια σειρά από προσδοκίες, ένα χώρο που αισθάνονται άνετα. Και απλώς προσπαθώ να πάω λίγα εκατοστά πιο κάτω όπου θα πουν: "Ναι αυτή η ταινία ανήκει σ' ένα κινηματογραφικό είδος. Ωστόσο δεν το έχω δει έτσι πριν". Στην πραγματικότητα δεν είναι μια ταινία μυστηρίου με εγκλήματα. Αφορά πολλά άλλα- όμως τυχαίνει να συμβαίνει σ' αυτή ένας φόνος. Από την αρχή ξέραμε ότι δεν θέλαμε να δοθεί βάρος στο στοιχείο της μυστηριώδους δολοφονίας.

(συνέντευξη του Robert Altman στο indiewire.com / 18-12-2001).