alpeis2.jpg

Της ΒΕΝΑΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Ο σκηνοθέτης του «Κυνόδοντα» και των «Αλπεων» Γιώργος Λάνθιμος απαντά στις επικρίσεις που δέχεται και δηλώνει κι αυτός φοβισμένος από την οικονομική κρίση

Αν στην πρόσληψη της τέχνης όλα είναι υποκειμενικά, σκεφτείτε τι πρόβλημα δημιουργείται στους θεατές όταν ο ίδιος ο σκηνοθέτης αρνείται να εξηγήσει το έργο του, να παραδώσει τα κλειδιά του.
Οχι μόνο επειδή δεν του αρέσει να κάνει την τέχνη του φύλλο και φτερό. Αλλά και επειδή, όπως συμβαίνει σε όλους τους γνήσιους καλλιτέχνες, τον οδηγεί συνήθως το ένστικτό του, οι λέξεις, οι εικόνες.
Προσθέστε στην παραπάνω δύσκολη επικοινωνιακή συνθήκη και μια αντιπάθεια στην υπερβολική έκθεση στα μίντια και έχετε τον Γιώργο Λάνθιμο. Τον Ελληνα καλλιτέχνη, που τα τελευταία χρόνια θα είχε περισσότερους λόγους από κάθε άλλον να δέχεται ουρές από δημοσιογράφους για να μιλήσει, όχι απλώς για τις βραβευμένες ταινίες του αλλά και γι' αυτήν τη μοναδική στα ελληνικά δεδομένα βόλτα του στο κόκκινο χαλί των Οσκαρ.
Τον κοιτώ, τόσο νέο απέναντί μου, στα γραφεία της Feelgood, της εταιρείας διανομής του, από τα οποία θα παρελάσουν διαδοχικά κι άλλοι δημοσιογράφοι, καθένας για μισή ώρα αυστηρά. Νέες τελετουργίες στο ελληνικό επικοινωνιακό χύμα. Κι έχω την παράτολμη διάθεση να του κάνω πιο προσωπικές ερωτήσεις. Αλλωστε, μου έχει καθίσει ότι οι «Αλπεις», σε αντίθεση με τον κλινικό «Κυνόδοντα», δείχνουν έναν Λάνθιμο πιο συναισθηματικό, πιο διαφανή και εκτεθειμένο. Πιο κοντινό μας, σε τελική ανάλυση. Πειράζει που οι σινεφίλ δεν αγαπούν μόνο ταινίες, θέλουν να αγαπούν και τους δημιουργούς;

«Δεν με απασχολεί αυτό. Ας αγαπάνε τις ταινίες μου», μου απαντάει. «Θέλω να με αγαπάνε οι άνθρωποι με τους οποίους σχετίζομαι, όχι όλος ο κόσμος. Δεν λέω, φαντάζομαι ότι θα είναι ωραίο σαν συναίσθημα. Αλλά δεν είμαι διατεθειμένος να κάνω αυτά που υποτίθεται ότι απαιτούνται για να είμαι αγαπητός. Υπάρχει μια τρομερή σύγχυση για το τι σημαίνει "επικοινωνία", την ταυτίζουμε με το να παίζει κανείς το παιχνίδι των media και celebrities. Και ξαφνικά θεωρούμαι απόμακρος επειδή δεν βγαίνω κάθε τόσο στην τηλεόραση, δεν δίνω δύο συνεντεύξεις το μήνα και δεν κάνω και πέντε φωτογραφήσεις. Προτιμώ να είμαι κανονικός άνθρωπος. Το προσωπικό μου θέλω να παραμείνει προσωπικό».
alpeis1.jpg
Πίσω, λοιπόν, στις «Αλπεις». Οχι ότι εδώ τα πράγματα είναι πιο εύκολα. Κατ' αρχήν το στόρι είναι περίεργο, πρωτόγνωρο -κι ας το ανακαλύψουν όσοι θέλουν σε διηγήματα και ταινίες άλλων. Μια μυστήρια ομάδα αναλαμβάνει, με το αζημίωτο, τη θέση πεθαμένων, παίζει το ρόλο τους στο πλευρό τεθλιμμένων συγγενών. Μέχρις ότου ένα μέλος τής ομάδας, η εκπληκτική Αγγελική Παπούλια, αρχίζει να παίρνει πολύ παθιασμένα την αποστολή της. Καταλύει την απόσταση που προϋποθέτει η απρόσωπη αυτή σύμβαση. Και όλα ανατρέπονται τραγικά.

Σε αντίθεση με την απλότητα του «Κυνόδοντα», που μπορούσες να τον συστήσεις με έμφαση και στον πιο περιδεή μπροστά στη λέξη «κουλτούρα», οι «Αλπεις» είναι εντελώς ανοιχτές σε ερμηνείες. Εχουν τόσο πολλά επίπεδα που σε ταλαιπωρούν -ευχάριστα- μέσα κι έξω από την αίθουσα.

Γι' αυτό και εκπλήσσομαι όταν ο Γιώργος Λάνθιμος συνοψίζει το θέμα τους με λίγες λέξεις. «Εχει να κάνει με την απώλεια και τον θάνατο και με τους ρόλους που όλοι παίζουμε στη ζωή μας», λέει. Μήπως θέλει να με ξεφορτωθεί στα γρήγορα; Ευτυχώς βάζει τα γέλια και προσθέτει: «Ψέματα είναι αυτό. Και λάθος. Στην ουσία η ταινία δεν ασχολείται με τον θάνατο και την απώλεια, γιατί τότε θα εστιάζαμε περισσότερο στις ιστορίες των ανθρώπων που έχουν χάσει κάποιον και στο πώς αντιμετωπίζουν το πένθος. Για μας είχε ενδιαφέρον να ακολουθήσουμε εκείνους που προσφέρονται να παίξουν το ρόλο του πεθαμένου, να κάνουν μια συμφωνία με την οικογένειά του και να μπουν στη ζωή της».

- Ποια είναι τα κίνητρά τους; Εγνοια; Τρυφερότητα; Στιγμές στιγμές ένιωθα ότι η ομάδα είχε κάποια «θρησκευτικά» χαρακτηριστικά.

«Δεν ξέρω. Θα μπορούσα από τη μια να πω ότι η "θρησκευτική" είναι η πιο απίθανη ερμηνεία, αλλά από την άλλη υπάρχουν και πολύ μυστήριοι χαρακτήρες, όπως είναι ο Αρης Σερβετάλης, που μπορεί να έχει στο μυαλό του οποιοδήποτε κίνητρο».

- Μα δεν χρειάστηκε να ψάξετε να βρείτε τέτοιες λεπτομέρειες πριν γράψετε το σενάριο, ώστε να πατάει καλύτερα η ιστορία;

«Οχι, γιατί αυτό είναι το ενδιαφέρον όλης της διαδικασίας. Βάζεις κάποιους ανθρώπους σε συγκεκριμένες καταστάσεις και πειραματίζεσαι και βλέπεις πώς αντιδρούν μεταξύ τους. Οι επιλογές που κάνεις είναι τις περισσότερες φορές ασυνείδητες, ενστικτώδεις: από την πιο απλή ("θα φοράει η Αγγελική τα ρούχα της νοσοκόμας όταν πηγαίνει στο σπίτι;") μέχρι την πιο σημαντική ("ποιο θα είναι το τέλος αυτής της γυναίκας;"). Σκέφτεσαι κάποια πράγματα και λες "ναι, αυτό είναι σωστό, επειδή έτσι το νιώθω"».

- Για τα μέλη της ομάδας οι πεθαμένοι, που αντικαθιστούν, είναι τόσο λίγα πράγματα: ένα ζευγάρι γυαλιά, ένα περικάρπιο, ο αγαπημένος τους ηθοποιός.

«Εννοείται ότι ο κάθε άνθρωπος είναι πολύ περισσότερο από αυτό και πολύ πιο μοναδικός. Νομίζω ότι φαίνεται στην ταινία πόσο τραγικό, επιφανειακό και γελοίο είναι να καθορίζεις έτσι έναν άλλο, να προσπαθείς να τον υποδυθείς οικειοποιούμενος μικρά, ασήμαντα χαρακτηριστικά του».

- Από την άλλη, όμως, ένα μέλος της ομάδας, η Αγγελική Παπούλια, από αυτές τις γελοίες συμβάσεις σιγά σιγά οδηγείται στη ζωή, αποφασίζει ότι πρέπει να ανήκει κάπου. Μήπως τελικά κερδίζει κάτι;

«Δεν ξέρω αν κερδίζει από τη διαδικασία ή αν η διαδικασία γίνεται απλώς ένα έναυσμα να πάει από το γελοίο στο πιο βαθύ».

- Οταν πια η ομάδα της την έχει απορρίψει, στην απελπισία της να έχει κάποιο ρόλο προσπαθεί να πιάσει τα γεννητικά όργανα του πατέρα της και τρώει ένα χαστούκι. Αν δεν το 'τρωγε τι θα γινόταν;

«Θα δημιουργούνταν προφανώς μια ακόμα πιο πολύπλοκη κατάσταση. Είναι η πλήρης σύγχυση στην οποία την οδηγεί η ανάγκη της να ανήκει κάπου, σε οτιδήποτε, έστω με το να προσπαθήσει να είναι η μητέρα της. Ακόμα πιο τραγικό».

- Την καταδικάζετε, τελικά, να κάθεται μπροστά σε έναν καθρέφτη και να ράβει τις πληγές της. Στον «Κυνόδοντα» υπήρχε επίσης μια γυναίκα μπροστά σ' έναν καθρέφτη. Εκεί, όμως, προσπαθούσε να αυτοτραυματιστεί για να ξεφύγει από την οικογενειακή φυλακή.

«Κι εγώ νομίζω ότι οι δύο ταινίες είναι κάπως αντίθετες ως προς την πορεία τους. Στον "Κυνόδοντα" έχεις έναν άνθρωπο που προσπαθεί να ξεφύγει. Στις "Αλπεις", έναν άνθρωπο που προσπαθεί να εισχωρήσει, να ανήκει οπουδήποτε και με οποιοδήποτε τρόπο. Ναι, την καταδικάζω την ηρωίδα μου - όχι, φυσικά, με την έννοια της κρίσης. Φαίνεται ότι βρίσκεται πια σε αδιέξοδο».

- Αδιέξοδο υπάρχει έτσι κι αλλιώς. Η Αριάν Λαμπέντ, πιστή και αφοσιωμένη στην ομάδα, το μόνο που κερδίζει είναι το δικαίωμα να χορεύει ποπ τραγουδάκια, αντί για το Κάρμινα Μπουράνα.

«Συμφωνώ. Μέσα σε όλα αυτά τα μεγάλα ζητήματα του θανάτου, της ζωής και της ταυτότητας που παίζονται γύρω της αυτή κατάφερε να χορέψει το ποπ κομμάτι που ήθελε. Τι τραγικό. Η άλλη, όμως, είναι σε ακόμα χειρότερη κατάσταση, δεν έχει πια πού να πάει».

- Τι σας τραβάει τόσο πολύ στις ομάδες των ανθρώπων; Από την «Κινέττα» μέχρι τις «Αλπεις» δεν κάνατε ποτέ ταινία μ' έναν βασικό ήρωα.

«Η ομάδα δημιουργεί πάντα πιο πολύπλοκες σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και πάντα αντικατοπτρίζει ένα μεγαλύτερο σύνολο. Με ενδιαφέρει η δυνατότητα που σου δίνει να ανοίξεις το θέμα σου, να εξερευνήσεις διάφορα πράγματα -χωρίς, πάντως, να το κάνω εγώ προσωπικά μέσα στην ταινία. Και επίσης με ενδιαφέρουν πάντα οι αντιστίξεις και οι αντιθέσεις. Μέσα από μια ομάδα ανθρώπων μπορείς να δείξεις πιο εύκολα αντίθετα πράγματα από το να έχεις έναν και μοναδικό ήρωα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τον έχω αποκλείσει από την οπτική μου. Απλά έτυχε τα θέματα με τα οποία έχω ασχοληθεί μέχρι τώρα να εξυπηρετούνται καλύτερα από την ύπαρξη μιας ομάδας. Μπορεί κάποια στιγμή να ακολουθήσω την πορεία ενός ανθρώπου μέσα σ' ένα σύνολο, μέσα σ' ένα τοπίο ή μόνο του».

- Βρίσκω όλες τις ταινίες σας γυναικείες. Οι γυναίκες προσπαθούν κάτι να κάνουν, να αντιδράσουν, ενώ οι άντρες είναι η εξουσία.

«Μου κάνετε μεγάλο κομπλιμέντο. Και ναι, είναι επιλογή μου. Εχω μεγαλώσει με γυναίκες και τις θεωρώ πιο ενδιαφέρουσες, πιο πολύπλοκες. Είναι ωραία αυτή η αντίθεση ανάμεσα στην απλοϊκότητα των κανόνων και της συμπεριφοράς των ανδρών και της γυναικείας φύσης. Επιπλέον, ακόμα πιο απλά, με γοητεύει περισσότερο σαν σκηνοθέτη να παρακολουθώ μια γυναίκα από έναν άνδρα».

- Οι ηλικιωμένοι στην ταινία έχουν πιο γεμάτες ζωές.

«Ετσι είναι. Με το να βάλουμε δίπλα σε μια ομάδα χαμένων ανθρώπων κάποιους άλλους με αντίθετη συμπεριφορά θα φαινόταν καλύτερα η αδυναμία και το αδιέξοδό τους. Οταν φτιάχναμε τον χαρακτήρα της προβληματισμένης και χωρίς προσωπική ζωή νοσοκόμας κάπως νιώθαμε ότι ο πατέρας της είναι ωραίο να έχει μια γυναικεία παρέα, να πηγαίνει να χορεύει. Το νιώθαμε. Δεν καθήσαμε να το αποφασίσουμε ή να το εξηγήσουμε».

- Εχουν γράψει και πει για σας τα μύρια όσα. Οτι κλέψατε τον Ριπστάιν στον «Κυνόδοντα» και διήγημα Ελληνα συγγραφέα στις «Αλπεις». Γιατί δεν υπερασπίζεστε τον εαυτό σας; Δεν θυμώνετε;

«Θυμώνω πάρα πολύ. Δεν καταλαβαίνω τι προσπαθούν να κάνουν. Το να καταναλώνω, όμως, ενέργεια για να απαντάω στον κάθε κακεντρεχή, που αντί να κάνει κάτι δημιουργικό προσπαθεί να βλάψει τον άλλο, μου φαίνεται χάσιμο χρόνου και φαύλος κύκλος. Ισα ίσα που θα δώσει τροφή σε περισσότερα σχόλια».

- Δεν είστε προνομιούχος, η κρίση άγγιξε κι εσάς. Οι «Αλπεις» σε μιαν άλλη εποχή ίσως έπαιρναν πιο έγκαιρα λεφτά από το Κέντρο Κινηματογράφου.

«Δεν ξέρω αν αυτό είναι αλήθεια. Ούτε στον "Κυνόδοντα" τα πήρα εύκολα. Απλώς τότε υπήρχε η υποστήριξη της εταιρείας παραγωγής Βοο, που έδωσε τα λεφτά -ήταν όντως λίγο καλύτερες εποχές λόγω διαφημιστικών και τα είχε. Από το ΕΚΚ πάλι μετά από δύο χρόνια τα πήραμε. Απλά τώρα δεν υπάρχει η άνεση να πει κάποιος παραγωγός "πάρε 250.000 και θα τα πάρω από το ΕΚΚ". Ούτε υπάρχει πια η βεβαιότητα ότι θα τα πάρει. Το Κέντρο υποτίθεται ότι θα βοηθήσει, αλλά δεν ξέρω πότε και αν βρει χρήματα».

- Πώς νιώθετε, λοιπόν, σ' αυτήν την Ελλάδα; Η κρίση σάς απασχολεί, σας φοβίζει;

«Σαφέστατα. Αλλά έχω ζήσει τόσες δυσκολίες μέχρι να κάνω και τις τρεις ταινίες μου που πραγματικά δεν μου φαίνεται και τόσο μεγάλη η διαφορά. Η κρίση μ' έχει επηρεάσει περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, έχω λιγότερα διαφημιστικά να κάνω. Παλιότερα ήταν πιο εύκολο, είχες και μια επιλογή. Τώρα πρέπει να κάνεις ό,τι να'ναι, ό,τι σου δοθεί. Νιώθω την κρίση και μ' έναν ακόμα τρόπο. Πρέπει να προσπαθήσω να κάνω κάτι σε άλλη χώρα γιατί εδώ γίνονται όλο και χειρότερα τα πράγματα. Υπάρχει ένας καθημερινός εμφανής φόβος. Τον μοιράζομαι κι εγώ με όλους».

- Την έχετε πραγματικά ανάγκη την Ελλάδα ως έμπνευση για τις ταινίες σας;

«Την έχω ανάγκη για συγκεκριμένες ταινίες. Υπάρχει συναισθηματικός παράγοντας και δέσιμο μ' έναν τόπο που τον καταλαβαίνεις περισσότερο, τον έχεις ζήσει. Αλλά αυτό δεν με σταματάει από το να κάνω μια ταινία αλλού. Νομίζω ότι θα κουβαλώ τον Ελληνα και στην ξένη χώρα και παράλληλα θα μπορώ να απορροφήσω οτιδήποτε καινούργιο βρω εκεί. Είναι μια άλλη ενδιαφέρουσα διαδικασία. Απλά θα ήθελα να μπορώ να έχω την επιλογή να ξανακάνω εδώ μια ταινία. Αλλά, προς το παρόν, υπάρχουν ιδέες που είναι σε εξέλιξη, και πιστεύω ότι κάτι θα κάνω στο εξωτερικό».

info: Η ταινία βγαίνει στις αίθουσες στις 27 Οκτωβρίου. Σενάριο: Ευθύμης Φιλίππου, Γιώργος Λάνθιμος. Φωτογραφία: Χρήστος Βουδούρης. Σκηνικά: Αννα Γεωργιάδου. Κουστούμια: Θάνος Παπαστεργίου, Βασιλεία Ροζάνα. Μοντάζ: Γιώργος Μαυροψαρίδης. Παίζουν: Αγγελική Παπούλια, Αρης Σερβετάλης, Τζόνι Βεκρής, Αριάν Λαμπέντ.

Ελευθεροτυπία - 08/10/2011