alpeis2.jpg
Σπεύδω προκαταβολικά να πω ότι δεν έχω δει τη νέα ταινία του Γ. Λάνθιµου «Αλπεις», που βραβεύτηκε για το σενάριό της (Ευθύµης Φιλίππου - Γ. Λάνθιµος) στη Βενετία. ∆ιαβάζω όµως το θέµα της: «Μια νοσοκόµα, ένας τραυµατιοφορέας, µια αθλήτρια ρυθµικής γυµναστικής και ο προπονητής της έχουν δηµιουργήσει µια οµάδα. Αντικαθιστούν νεκρούς ανθρώπους. Προσλαµβάνονται από τους φίλους και τους συγγενείς των νεκρών. Η οµάδα ονοµάζεται «Αλπεις» και ο αρχηγός της, ο τραυµατιοφορέας, ονοµάζεται Mont Blanc. Τα µέλη της οµάδας είναι υποχρεωµένα να λειτουργούν σύµφωνα µε κάποιους κανόνες τους οποίους έχει ορίσει ο αρχηγός. Η νοσοκόµα δεν υπακούει σε αυτούς τους κανόνες». Και αµέσως µου κάνει «κλικ» και θυµάµαι το βιβλίο του νεαρού συγγραφέα Κωνσταντίνου Τζαµιώτη «Παραβολή» (Καστανιώτης, 2006), όπου και εκεί υπάρχει µια εταιρεία που φροντίζει να αντικαθιστά τους αγαπηµένους νεκρούς µιας οικογένειας µε ολογράµµατα που τους µοιάζουν. Και εκεί η εταιρεία λειτουργεί µε άκαµπτους κανόνες και υπάρχει στο τέλος ένα πρόσωπο που αντιδρά στην όλη διαδικασία. Σύµπτωση σατανική! Σκέφτοµαι ότι είναι σπάνιο να συµπίπτουν τόσο πολύ δύο ιστορίες και αναζητώ τον Κωνσταντίνο Τζαµιώτη να µου πει αν έχει πραγµατικά δώσει αυτή την ιδέα στον Λάνθιµο. Απαντά ότι το ίδιο τον έχουν ρωτήσει πολλοί φίλοι του, αλλά δεν έχει ιδέα και δείχνει προβληµατισµένος. Θέλω να πιστεύω ότι πρόκειται για διαβολική σύµπτωση. Ωστόσο, αν δεν είναι τυχαία σύµπτωση εµπνεύσεων, πότε και πώς κατοχυρώνεται µια ιδέα και πότε όχι;
Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε κατηγορηθεί ότι το τραγούδι του «Χασάπικο 40» ήταν στην ουσία ένα θέµα του Μότσαρτ και αυτός δεν είχε καν βάλει µια σηµείωση σε ποιον οφείλει τη µουσική ιδέα. Σχετικά είχε σχολιάσει ότι «οι ταλαντούχοι κλέβουν και οι ατάλαντοι µιµούνται». ∆εν είναι κάτι καινούργιο στην τέχνη το να υπάρχουν αλληλοδανεισµοί ιδεών. Ο Μότσαρτ όµως είναι πολύ παλαιός και ο Κωνσταντίνος Τζαµιώτης πολύ καινούργιος.
Και βεβαίως, αν πάρεις µια ιδέα από τον Παπαδιαµάντη και την κάνεις ταινία ή µυθιστόρηµα, κανένας δεν θα σου πει κάτι, γιατί ο Παπαδιαµάντης είναι πολύ µεγάλος για να µπει σε σύγκριση µε έναν νεότερο. Αν όµως πρόκειται για καλλιτέχνες της ίδιας γενιάς; Το ερώτηµα είναι: Μπορεί κάποιος να πάρει µια ιδέα και να την πάει παραπέρα; Αν όµως αυτή η ιδέα είναι ειδική – δηλαδή µη συνηθισµένη –, µπορεί να κατοχυρωθεί; Αν πάλι είναι µια σύµπτωση, δηλαδή δύο άγνωστοι µεταξύ τους καλλιτέχνες έχουν την ίδια ιδέα, πώς µπορεί να αποδειχθεί ότι αυτό είναι σύµπτωση και ότι έχουµε µια σπάνια ευαισθησία δύο καλλιτεχνών που λειτουργούν ασύµβατα µεταξύ τους;

του ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΑΣΚΟΖΟΥ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  25/09/2011,

 



Ο Λάνθιμος, ο Κυνόδοντας και το Μεξικό

Με αφορμή άρθρο στην εφημερίδα «Το Βήμα» και στο ένθετό της «Βήμα Βιβλία» με τίτλο «ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ», σελίδα 11 (Κυριακή, 25 Σεπτεμβρίου 2011), επιτρέψτε μου να συγχαρώ τον συντάκτη του για το σθένος και το θάρρος της γνώμης του σχετικά με τον κ. Γιώργο Λάνθιμο και την συνεχή του αντιγραφή-επικόλληση ιδεών από παλαιές ταινίες και βιβλία παρουσιάζοντας τες ως δικές του δίχως την παραμικρή αναφορά του να αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι.
Κατ’αρχάς, επιτρέψτε μου να σας πω ότι ούτε κριτικός κινηματογράφου είμαι, πόσο μάλλον φέρελπις σκηνοθέτης, ούτε ασχολούμαι με τα του καλλιτεχνικού χώρου σε επαγγελματικό επίπεδο. Μου αρέσει ο κινηματογράφος όπως αρέσει στον διπλανό μου. Είτε είναι ευρωπαϊκός, είτε αμερικανικός, είτε ασιατικός, δεν βάζω ταμπέλες λέγοντας ότι η «χ», «ψ» ταινία είναι «χαζοαμερικάνικη ταινία και ως εκ τούτου δεν θα την παρακολουθήσω».Ούτε, φυσικά, θα απορρίψω μια ελληνική ταινία υποστηρίζοντας ότι όπου ελληνικός κινηματογράφος εστί «σαχλή ταινία».
Παρ' όλα αυτά, όμως, πρέπει να ομολογήσω ότι όταν αντιλαμβάνομαι μια κραυγαλέα, κατάφωρη και συνεχή αντιγραφή σεναρίων από αυτόκλητους prodigy-σκηνοθέτες, τότε αν μην τι άλλο αυτή η κατάσταση με εξοργίζει. Ιδίως όταν αυτές οι ιερές αγελάδες απολαμβάνουν επαίνους από αυλοκόλακες δημοσιογράφους εφημερίδων και εν γένει του γραπτού Tύπου και δη του ηλεκτρονικού.
Πριν από πολλά χρόνια είχα παρακολουθήσει τη μεξικάνικη ταινία του Arturo Ripstein «Εl Castillo de la Pureza» (1973) η οποία σε ελεύθερη μετάφραση στα ελληνικά σημαίνει «Tο κάστρο της Αγνότητας». Βασίζεται σε αληθινή ταινία που σόκαρε τη μεξικάνικη κοινωνία, όπου ένας πατέρας θέλοντας να προφυλάξει τα τρία παιδιά του από την «κακία» του κόσμου, τα κρατάει κλεισμένα στο σπίτι για 18 ολόκληρα χρόνια, μαζί με τη γυναίκα του. Η συγκεκριμένη ταινία μου άρεσε. Ηταν άρτια σκηνοθετημένη, αφήνοντας τις υπερβολές και τις τυμπανοκρουσίες παραέξω.
Μπορείτε να φανταστείτε, φυσικά, την αντίδρασή μου όταν έμαθα ότι η ταινία του wunderkind, έλληνα σκηνοθέτη Γιώργου Λάνθιμου με τίτλο «Κυνόδοντας» ήταν, και εξακολουθεί να παραμένει, μια πιστή αντιγραφή της ταινίας του Arturo Risptein, «Εl Castillo de la Pureza» (1973). Φυσικά, δεν είχα γνώση περί τίνος επρόκειτο. Φίλοι και γνωστοί μιλούσαν με διθυραμβικά σχόλια για την ταινία «Κυνόδοντας» («Πρέπει να πας να δεις τον Κυνόδοντα! Για πρώτη φορά μετά το 1977 και την ''Ιφιγένεια'' του Μιχάλη Κακογιάννη, μια ελληνική ταινία είναι προτεινόμενη για Οσκαρ!!!») έτσι και εγώ αποφάσισα να τη δω για να κρίνω ιδίοις όμμασι.
Τολμώ να πω ότι εξοργίστηκα. Η ταινία είναι μια πιστή αντιγραφή της μεξικάνικης ταινίας του Arturo Risptein: σεναριακά και σκηνοθετικά είναι ντάλε κουάλε. Ιδίως οι σκηνές με την τυφλόμυγα, μετέπειτα στο μπάνιο και στο τραπέζι για φαγητό, είναι εξόφθαλμα πιστές με την πρωτότυπη μεξικάνικη ταινία και δεν μιλάμε για «φόρο τιμής» (homage). Ούτως ή άλλως, πώς θα μπορούσαμε να μιλάμε για «σκηνές - φόρο τιμής» όταν σεναριακά η ταινία αυτή καθ’αυτή είναι μια πιστή αντιγραφή. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου «Κυνόδοντας» που ακολούθησε χρονικά (ούσα γυρισμένη το 2010) την προγενέστερη μεξικάνικη ταινία του Αrturo Risptein, είναι ότι ενώ στην πρώτη μιλούν ελληνικά, στην αυθεντική ταινία οι πρωταγωνιστές μιλούν μεξικάνικα και ισπανικά.
Υπάρχει, φυσικά, το χιλιοειπωμένο επιχείρημα: «Mα, δεν είναι αντιγραφή, μπορεί απλά να επηρεάστηκε από τη μεξικάνικη ταινία του 1973!». Η άποψή μου σε συνδυασμό με το άρτια δομημένο άρθρο στην εφημερίδα «ΒΗΜΑ» και στο ένθετο «ΒΗΜΑ Βιβλία», είναι ότι αν ένας σκηνοθέτης θέλει να δείξει ότι έχει επηρεαστεί από μια ταινία ή/και έναν σκηνοθέτη, συμπεριλαμβάνει μια σκηνή από ταινία του αγαπημένου του σκηνοθέτη ως ένδειξη φόρου τιμής και πολύ απλώς δηλώνει στα opening credits ότι «Τhe following film has been influenced/inspired by Godard's 1960 film "À bout de souffle''» και φροντίζει να το αναφέρει στα αρχικά ή στα ending credits. Tίποτα, όμως, απ’ όλα αυτά δεν έκανε ο κύριος Γιώργος Λάνθιμος.
Οταν ο Woody Allen ήθελε να αποδώσει φόρο τιμής στον Ingmar Bergman, έβαλε τον κεντρικό χαρακτήρα του στην ταινία «Love and Death» (1975), τον οποίο υποδύθηκε ο ίδιος, να συνομιλεί με τον Θάνατο. Ενα tribute, homage, στον υπαρξισμό του Ιngmar Bergman από την ταινία του «Τhe Seventh Seal» (1957).
Επ’ουδενί, δεν κρίνουμε έναν δημιουργό από το παρελθόν του. Φερ’ειπείν, ο David Fincher άρχισε σκηνοθετικά με μουσικά βiντεοκλίπ: «Englishman in New York», Sting (1988), «Janie's Got a Gun», Aerosmith (1989), δίνοντας τη δικιά του σκοτεινή ασπρόμαυρη αισθητική. Εξελίχθηκε σε έναν (κατ’ εμέ) ικανό σκηνοθέτη του εναλλακτικού σινεμά με ταινίες όπως «Seven» (1995), «The Game» (1997), «Fight Club» (1999), «Panic Room» (2002), «Zodiac» (2007).
Πού θέλω να καταλήξω;  Οπως ο David Fincher, έτσι και ο Γιώργος Λάνθιμος άρχισε τη σκηνοθετική του καριέρα σκηνοθετώντας μουσικά βιντεοκλίπ της Δέσποινας Βανδή «10 Eντολές» και του Σάκη Ρουβά «Δεν έχει σίδερα η καρδιά σου». Σίγουρα αυτό δεν είναι μεμπτό. Ιδίως από τη στιγμή που δεν υπάρχει αντιγραφή όλων των προαναφερθέντων μουσικών βιντεοκλίπ που σκηνοθέτησε. Αυτό που, όμως, είναι μεμπτό είναι η μετεξέλιξή του να αντιγράφει ξένες ταινίες νιώθοντας αλαζονικά σίγουρος ότι κανένας δεν θα έχει δει μια ξεχασμένη (από τον Θεό) μεξικανική ταινία του 1973.
Αμ δε όμως, διότι ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο.
Περιττό να αναφέρω ότι η άνωθεν επιστολή ήρθε από Μεξικό μεριά και έκανε όλους τους υποστηρικτές του Γιώργου Λάνθιμου να αμφισβητούν το «εκ γενετής ταλέντο» του ως σκηνοθέτη.
Επειδή, όμως, συχνά-πυκνά γίνεται ντόρος για το τι θεωρείται φόρος τιμής σε μια ταινία (όπως η επίμαχη σκηνή με τον Θάνατο στην ταινία του Woody Allen «Love and Death» ως ένδειξη φόρος τιμής στην ταινία του Ingmar Bergam, «Τhe Seventh Seal»), αντιγραφή ταινίας και πρωτότυπης ταινίας:
Ο Γιώργος Λάνθιμος oυδέποτε ξεκαθάρισε τη θέση του για την ταινία «Kυνόδοντας». Ερωτηθείς δε, στο Festival του Τορόντο αν έχει δει την ταινία «Εl Castillo de la Pureza» και αν έχει επηρεαστεί από αυτήν, ο ίδιος απέφυγε να απαντήσει, φανερά ενοχλημένος.
Θα μου πείτε τώρα, δεν είναι απαραίτητο να το είχε αναφέρει. Μπορεί κάλλιστα να είχε δει την ταινία και να επηρεάστηκε. Σωστά! Επιτρέψτε μου τώρα να μοιραστώ μαζί σας ένα σενάριο που έχω στο μυαλό μου:
Σκέφτομαι να γυρίσω και εγώ μια ταινία, που θα έχει τίτλο Athenian Beauty. Θα αφηγείται την ιστορία ενός μεσήλικα που γουστάρει τη φίλη της προβληματικής κόρης του, που τη γουστάρει ένας σαλεμένος συμμαθητής της, γιος ενός ακόμη πιο σαλεμένου στρατιωτικού. Θα βάλω και μια σκηνή με την πιτσιρίκα γυμνόστηθη να βυθίζεται μέσα σε ένα πέπλο κι από πάνω να πέφτουν ροδοπέταλα. Σας θυμίζει κάτι αυτό το σενάριό μου; Οχι, πείτε μου, γιατί αν σας θυμίζει κάτι, οιαδήποτε ομοιότητα με την ταινία American Beauty είναι εντελώς συμπτωματική. Ούτως ή άλλως, η δικιά μου ταινία λέγεται «Αthenian Beauty» και αν το σενάριο μπορεί να είναι αντιγραφή, οι ηθοποιοί μου θα μιλούν ελληνικά. Ετσι δεν πάει;
Kαι πάλι, συγχαρητήρια για το άρθρο. Πρέπει να είναι από τα λίγα που διατυπώνει εμπεριστατωμένα μέσω επιχειρημάτων τη γνώμη του ξεσκεπάζοντας έτσι τον εν λόγω σκηνοθέτη Γιώργο Λάνθιμο. Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν έχω διαβάσει κανένα να διατυπώνει την άποψή του εναντίον του συγκεκριμένου σκηνοθέτη σχετικά με την απροκάλυπτη αρπαγή ιδεών προτάσσοντάς τες ως πρωτότυπες δικές του.
Eν κατακλείδι, το κλείσιμο στο συγκεκριμένο άρθρο σας καλύπτει όχι μόνο εμένα, αλλά και πολλούς από εμάς που δεν μας αρέσει να βλέπουμε αντιγραφές ταινιών και (τώρα) βιβλίων που περνούν ως πρωτότυπες ιδέες:
«Αν πάλι είναι µια σύµπτωση, δηλαδή δύο άγνωστοι µεταξύ τους καλλιτέχνες έχουν την ίδια ιδέα, πώς µπορεί να αποδειχθεί ότι αυτό είναι σύµπτωση και ότι έχουµε µια σπάνια ευαισθησία δύο καλλιτεχνών που λειτουργούν ασύµβατα µεταξύ τους;»
Κωνσταντίνος Φλέβας
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  28/09/2011

 

http://www.tovima.gr/