b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_undine.jpg


Undine του Christian Petzoldt

“Γνώρισα έναν άντρα, τον έλεγαν Χανς κι ήταν αλλιώτικος από όλους τους άλλους. Γνώρισα ακόμη έναν κι εκείνος ήταν αλλιώτικος από όλους τους άλλους. Ύστερα έναν που ήταν τελείως αλλιώτικος από όλους τους άλλους και λέγονταν Χανς, τον αγάπησα. Τον συναντούσα στο ξέφωτο και πηγαίναμε μακριά, χωρίς σκοπό, στην πεδιάδα του Δούναβη...Τον αγαπούσα. Στεκόμασταν σ' έναν σιδηροδρομικό σταθμό, στον βορρά, και το τρένο έφευγε πριν τα μεσάνυχτα. Δεν έγνεψα, έκανα με το χέρι ένα σημάδι για τέλος. Για το τέλος που δεν βρίσκει κανένα τέλος. Που δεν τελειώνει ποτέ.”
(“Η Undine φεύγει”, από τη συλλογή διηγημάτων “Το τριακοστό έτος” της Ingeborg Bachmann)

Ένας νέος έρωτας
“Αν μ' αφήσεις θα πρέπει να σε σκοτώσω”, δηλώνει κατηγορηματικά η Undine(Paula Beer) στην εισαγωγική σκηνή της ομώνυμης ταινίας, που ξεκινάει με έναν χωρισμό, στο υπαίθριο καφέ ενός μουσείου, αλλά και με ένα υπέροχο κοντινό πλάνο στο γεμάτο θυμό και απόγνωση πρόσωπό της. Σύντομα η προδομένη γυναίκα  θα πρέπει να αφήσει τον αμήχανο ή απλά αδιάφορο εραστή της για να επιστρέψει στον εργασιακό της χώρο, στο Μουσείο της πόλης του Βερολίνου, όπου εργάζεται ως ξεναγός. Μια διαρκής αίσθηση ανησυχίας τη συνοδεύει μετά την αναγκαστική της αποχώρηση. Λίγο αργότερα ωστόσο μια απρόσμενη στροφή της τύχης θα την ρίξει στην αγκαλιά ενός άλλου άντρα, του Christoph (Franz Rogowski), ενός επαγγελματία δύτη. Θα είναι ένας έρωτας με την πρώτη ματιά. Η σκηνή που τους βρίσκει στο πάτωμα να πλέουν σε πελάγη ευτυχίας, λουσμένοι από τα νερά ενός κομματιασμένου ενυδρείου, μπορεί να έχει μια kitsch απόχρωση, είναι όμως απρόβλεπτα κωμική, σχεδόν σουρεαλιστική. Και επισφραγίζει με τον πιο παράδοξο τρόπο τη σχέση δυο ανθρώπων που τους συνδέει με άκρως ρεαλιστικό τρόπο το νερό. Ο έρωτάς τους ίσως μπορέσει να σπάσει την κατάρα με την οποία είναι δεμένη η Undine, ένα πλάσμα με διπλή ταυτότητα, ανθρώπινη αλλά και μυθική.  

O μύθος της Undine
Εμπνευσμένος από τις διαφορετικές εκδοχές του μύθου της Undine -της νεράιδας που παντρεύεται έναν ιππότη προκειμένου να παραμείνει για πάντα στη γη, αρκεί ο αγαπημένος της να της μείνει πιστός -, όπως αυτός παραδίδεται στη γερμανική ρομαντική λογοτεχνία (Fouque, Lortzing), αλλά έχοντας κατά νου και τις πολλαπλές μεταμορφώσεις της πόλης του Βερολίνου, ο Petzoldt στήνει με το δικό του νηφάλιο και συνδηλωτικό τρόπο μια ιστορία αγάπης που διαπνέεται -για πρώτη φορά στη φιλμογραφία του- από το στοιχείο του φανταστικού. Η δική του ανάγνωση φαίνεται ωστόσο να πλησιάζει περισσότερο αυτή της αυστριακής ποιήτριας Ingeborg Bachmann, μια πιο φεμινιστική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία η ηρωίδα της μυθολογικής παράδοσης αγωνίζεται να αποποιηθεί την προδιαγεγραμμένη της μοίρα.

Ο μύθος μιας πόλης
Δοσμένη από την οπτική της Undine-με εξαίρεση το τελευταίο μέρος- η ταινία μεταφέρει την ηρωίδα στο σύγχρονο Βερολίνο, όπου τη συναντάμε ως ιστορικό σε μουσείο να ξεναγεί τους επισκέπτες στη δαιδαλώδη αστική ανάπτυξη και μετεξέλιξη της γερμανικής πρωτεύουσας. Πρόκειται για ρητορεύσεις που επανέρχονται στο σώμα της ταινίας, καταλαμβάνουν ένα εκτενές τμήμα της και εκφωνούνται με σοβαρότητα αλλά και με μια αίσθηση ευφυίας και χάρης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αυτή η δεξιότητα της Undine την καθιστά αντικείμενο ερωτικού πόθου από τον εραστή της. Μέσα από τις διαλέξεις αυτές τονίζονται οι διαρκείς μεταλλάξεις μιας πόλης που τείνει να σβήνει διαρκώς την ιστορία της στο όνομα μιας ψευδο-εξέλιξης που την αφήνει εντέλει βίαια ακρωτηριασμένη. Το λεηλατημένο παρελθόν συνιστά εξάλλουν σταθερό σημείο αναφοράς στην ταινία, απηχώντας και την ίδια την προσωπική ιστορία της ηρωίδας.

Ο κόσμος του βυθού
Παράλληλα γίνεται σταδιακά αισθητή και η δεύτερη υπόσταση της ηρωίδας. Το υπερφυσικό παρεισφρέει διακριτικά στην αφήγηση, άλλοτε σαν ψίθυρος κι άλλοτε σαν μυστική αύρα, μέχρι την καθοριστική στιγμή της κοινής κατάδυσης, οπότε ο μύθος κάνει την εμφάνισή του χωρίς να προδίδεται. Ο βυθός της λίμνης λειτουργεί εξάλλου ως δεύτερη σημαντική τοπογραφία στην ταινία : σκοτεινό βασίλειο των δύο εραστών(ενός δύτη και μιας γοργόνας), τοπίο μαγικό, όπου μπορούν να συμβούν τα θαύματα, αλλά και τόπος ενός θαμμένου βιομηχανικού παρελθόντος, όπως ακριβώς κάποιες από τις μακέτες στο μουσείο της πόλης του Βερολίνου.

Undine και Christoph
Στο επίκεντρο ωστόσο της ταινίας δε βρίσκεται η πόλη αλλά η σχέση της αναγεννημένης Undine με τον Christoph. Ένα γοητευτικό ρομάντζο που αποπνέει ανάλαφρη φυσικότητα και διαποτίζεται από την καθαρότητα και το φως των ιμπρεσιονιστών. Μια υποψία μελαγχολίας αιωρείται εντούτοις, που ενισχύεται κι από το επαναλαμβανόμενο piano Adagio του Bach. Όταν το παρελθόν κάνει ξαφνικά την εμφάνισή του, η δυσπιστία του άντρα θα επαναφέρει σε εφαρμογή τον απωθημένο μύθο. Και η Undine θα κληθεί να πληρώσει το τίμημα. Η αναχώρησή της αφήνει πίσω της την ανάμνηση μιας μεγάλης αγάπης που θα παραμείνει ζωντανή.

Η μεταμορφωτική δύναμη του έρωτα
Με την Undine, “μεταλλαγμένο” ρομαντικό μελόδραμα που κινείται στο χώρο του φανταστικού, ο Christian Petzoldt μας παραδίδει ένα σύγχρονο παραμύθι με πολλές συνδηλώσεις, την πιο απλή αλλά και πιο κρυπτογραφική του ταινία. Κι ενώ φαίνεται να απομακρύνεται από τη θεματική των τελευταίων του ταινιών, στην πραγματικότητα παραμένει  πιστός σε δύο από τις κινηματογραφικές του σταθερές : τη διπλή ταυτότητα και τον διάλογο παρελθόντος-παρόντος. Έχοντας στη διάθεσή του δύο ηθοποιούς (τους πρωταγωνιστές του Transit) που ενσαρκώνουν τέλεια το αέρινο (Beer) και το γήινο (Rogowski) διοχετεύει τη δυναμική τους αυτή τη φορά σε μια άχρονη ιστορία  βλεμμάτων, που υφαίνει αξεδιάλυτα τον μύθο με την πραγματικότητα, την απώλεια με την επαναδημιουργία. Χαρίζοντας μας με την τελευταία σκηνή μία από τις πιο γενναιόδωρες στιγμές της φιλμογραφίας του.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_the-woman-who-ran.jpg
The Woman Who Ran του Hong Sang-soo

Εκμεταλλευόμενη την απουσία του άντρα της σε επαγγελματικό ταξίδι,  η Ghamee, για πρώτη φορά στα πέντε χρόνια του έγγαμου βίου της, θα βγει να συναντήσει τρεις παλιές της φίλες. Τις δύο πρώτες τις επισκέπτεται στο χώρο τους, σε προάστιο της Σεούλ, ενώ η τρίτη πέφτει τυχαία επάνω της, έξω από μια κινηματογραφική αίθουσα. Τρεις μέρες, τρεις συναντήσεις.  Μέσα σε ατμόσφαιρα χαλαρή και σε κλίμα αβρότητας οι γυναίκες συνομιλούν, εκμυστηρεύονται, αναρωτιούνται και προβληματίζονται πάνω σε ένα ευρύ φάσμα φαινομενικά ασύνδετων, κοινότοπων θεμάτων, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικών: από τον έρωτα και τις ανθρώπινες σχέσεις ως τη χορτοφαγία, τη συμπεριφορά των ζώων και την αξία ακινήτων. Συνοδεύοντας την κουβέντα τους -τουλάχιστον στις δυο πρώτες συναντήσεις- με φαγητό και ποτό εξαιρετικής ποιότητας και αφήνοντας να εννοηθούν πολλά περισσότερα από όσα επιτρέπουν οι μικρές τους συζητήσεις.
Δομημένη σε τρία άρτια ισορροπημένα αυτοτελή επεισόδια, η εικοστή τέταρτη και ίσως πιο μινιμαλιστική δημιουργία του Hong Sang-soo φαίνεται να θέλει να περιορίσει τα εκφραστικά και τεχνικά της μέσα στα άκρως απαραίτητα, παραδίδοντάς μας ένα αριστοτεχνικό και ευχάριστο διαλογικό τρίπτυχο. Θέτοντας την περιπλανόμενη Ghamee (τη σταθερή του μούσα Kim Min-hee) στο επίκεντρο της κάθε ιστορίας, η ταινία εστιάζει κυρίως στη δική της διακριτική περιέργεια και ως ένα βαθμό αφύπνιση, παρόλο που οι υποκειμενικές οπτικές των επεισοδίων μετατοπίζουν το βλέμμα και το ενδιαφέρον του θεατή περισσότερο στις γυναίκες με τις οποίες συνομιλεί παρά στην ίδια. Πρόκειται εξάλλου για γυναίκες εμφανώς ωριμότερες από την ηρωίδα, η οποία φαίνεται να απορροφά κάθε φορά κάτι από τη δική τους οπτική και κοσμοθεωρία,  διατηρώντας ωστόσο και μια προσωπική ελευθερία κινήσεων, όπως επιβεβαιώνεται από την τελευταία σκηνή της ταινίας. (ενδεχομένως κι από τον τίτλο).
Μέσα από αυτές τις διαδοχικές μετατοπίσεις και τις γνωστές στο έργο του Sang-soo επαναλήψεις ή ανεπαίσθητες παραλλαγές σκηνών ή τμημάτων της αφήγησης ,- μιας αφήγησης εδώ γραμμικής και εξαιρετικά απλής σε σύγκριση με παλιότερες ταινίες του-, ό,τι αναδεικνύεται είναι η αλληλεπίδραση των γυναικών αλλά και η κοινή στάση τους απέναντι στην “τοξικότητα” του ανδρικού φύλου. Γιατί μπορεί οι άντρες να κάνουν ένα σύντομο πέρασμα, στο τέλος κάθε επεισοδίου (και μάλιστα με την πλάτη στην κάμερα), η παρουσία τους όμως είναι χαρακτηριστική και κάθε άλλο παρά τιμητική, αφού ο ρόλος τους παραμένει σταθερά ενοχλητικός. Είναι οι στιγμές αυτές, πλάι σε εκείνες των αντιφάσεων (ενδεικτική η συζήτηση για τη χορτοφαγία) αλλά και των επαναλήψεων από τις οποίες πηγάζει το χιούμορ της ταινίας. Ένα χιούμορ λοξό και δηκτικό, κάποιες φορές και αυτοσαρκαστικό (στην περίπτωση του άντρα-συγγραφέα) που δίνει τον τόνο στο χρωματικά άτονο, σχεδόν χλωμό σκηνικό τοπίο. Και που εκτινάσσεται κάποια στιγμή σε ξεκαρδιστικό γέλιο, όταν με αφορμή την απρόσκλητη εμφάνιση του πρώτου άντρα (ενός γείτονα), το χαρακτηριστικό ζουμ του σκηνοθέτη εστιάζει αυτή τη φορά σε μια αδέσποτη γάτα. Πρόκειται για μία από τις ευτυχέστερες κινηματογραφικές σκηνές με πρωταγωνιστές το συμπαθές τετράποδο, όχι μόνο για τη δεινότητα της διαλεκτικής αντιπαράθεσης που προηγείται- και παραμένει εντούτοις στα πλαίσια μιας comme il faut συζήτησης-, αλλά για το υποκριτικό ταλέντο του ίδιου του ζωντανού. Απόδειξη ότι όλα μπορούν να συμβούν στο διερευνητικό αλλά και απίστευτα χαλαρό κινηματογραφικό σύμπαν του κορεάτη δημιουργού.  
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_never-rarely-sometimes-always.jpg
Never Rarely Sometimes Always της Eliza Hittman

Η ζωή της δεκαεπτάχρονης Autumn, που ζει σε επαρχιακή πόλη της Πενσυλβάνια, δεν είναι και τόσο ρόδινη, όπως φαίνεται από την εισαγωγική σκηνή της ταινίας. “ Με αναγκάζει να κάνω πράγματα που δε θέλω. Με κάνει να λέω πράγματα που δε θα λεγα. Και παρόλο που θέλω να φύγω, συνεχίζω να τον λατρεύω...” , τραγουδάει με την κιθάρα της η νεαρή μαθήτρια σε μουσική εκδήλωση του σχολείου της, ενώ στα μάτια της καθρεφτίζεται η προσωπική θλίψη ανάμικτη με αυτή των στίχων της παλιάς επιτυχίας των Exciters  “He’s Got the Power “. Το υβριστικό σχόλιο ενός νεαρού από το ακροατήριο, παρά την αμηχανία που της προκαλεί, διακόπτει μόνο σύντομα την ερμηνεία της. Ρίχνει όμως φως στο παρελθόν μιας δύσκολης εφηβείας που ποτέ δεν αποκαλύπτεται, αλλά διαγράφεται έμμεσα από σκόρπιες αφηγηματικές νύξεις και φωτίζεται προς το τέλος με την εμβληματική σκηνή του προφορικού ερωτηματολογίου, από το οποίο έλκει τον τίτλο της η ταινία.
Απόμακρη και εσωστρεφής η Automn,πίσω από τη συνεσταλμένη, μελαγχολική διάθεση κρύβει κάτι βαρύτερο.  Μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και τον εγκλωβισμό της σε μια κατάσταση αδιέξοδη. Η ταινία την παρακολουθεί με μια άκρως λακωνική αφήγηση- που κυμαίνεται από την ψυχρή κλινική καταγραφή ως τη διακριτική αποτύπωση απωθημένων συναισθημάτων-, στον αγώνα δρόμου που διανύει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μαζί με την ξαδέρφη και κολλητή της Skylar, προκειμένου να απαλλαγεί από το πρόβλημα. Μοναδικό τους καταφύγιο η ανεκτικότερη στο θέμα των αμβλώσεων Νέα Υόρκη. Και παρόλο που η απόσταση είναι σχετικά μικρή, η διαδρομή ως την επίτευξη του στόχου -λόγω των κινδύνων και των εμποδίων που προκύπτουν- φαίνεται τεράστια. Οι αντοχές ωστόσο των δύο κοριτσιών, η ακλόνητη αποφασιστικότητα της Autumn και η αθόρυβη αλληλεγγύη της Skylar αμβλύνουν τα εμπόδια. Το Never Rarely Sometimes Always, είναι ένα μοναδικό πορτρέτο της φιλίας τους, το δικό τους ηρωικό ταξίδι προς την ενηλικίωση.      
Στην τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της η Eliza Hittman, που υπογράφει και το σενάριο,  παραμένει σε έναν χώρο που ηλικιακά τον γνωρίζει καλά, για να καταπιαστεί αυτή τη φορά με ένα άκρως επίκαιρο θέμα, που όμως δεν επιτρέπει να την παρασύρει. Κι ενώ οι πολέμιοι των αμβλώσεων ανά τον κόσμο διαρκώς αυξάνονται και πολιτείες των ΗΠΑ επιστρέφουν η μία μετά την άλλη σε νόμους αναχρονιστικούς, η σκηνοθέτιδα κρατάει συνειδητά απόσταση από οποιαδήποτε καταγγελτική ρητορική, κάνοντας ωστόσο ορατή τη θέση της απέναντι στο ζήτημα. Με εμφανείς τις εκλεκτικές συγγένειες με το 4 Months, 3 Weeks and 2 Days του Christian Mungiu, από τον κατακερματισμένο τίτλο ως τις βαθύτερες θεματικές αναλογίες, η ταινία της Hittman κινείται σε ένα εν πολλοίς εχθρικό αλλά λιγότερο σκαιό περιβάλλον από αυτό της Ρουμανίας του Τσαουσέσκου, αναδεικνύοντας παράλληλα και άλλες παραμέτρους . Το κινηματογραφικό της βλέμμα επικεντρώνεται κυρίως στα πρόσωπα και στη μεταξύ τους σχέση, ενώ δε λείπουν και οι λοξές ματιές στην εσωτερική αγωνία και στα τραύματα του παρελθόντος. Ένα ψυχογράφημα που στοιχειοθετείται από σιωπηλές ζωές και ίχνη αδιόρατα. Μόνο που οι σιωπές εδώ ισοδυναμούν με ηχηρές κραυγές αγωνίας. Κινούμενη με ρεαλιστική δύναμη αλλά και με μία υπνωτική ροή, με τρυφερότητα αλλά και απόλυτη εμπιστοσύνη απέναντι στις νεαρές της ηρωίδες, η Hittman μετατρέπει εντέλει - με την αισιόδοξη τελική σκηνή- το τραγούδι της εισαγωγής  σε “ She’s Got the Power”.  
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_digger.jpg
Digger του Τζώρτζη Γρηγοράκη

“Τα ματόκλαδά σου λάμπουν βρε σαν τα λούλουδα του κάμπου. Σαν τα λούλουδα του κάμπου βρε τα ματόκλαδά σου λάμπουν.“

Η ταινία Digger ξεκινάει με μία “φυσική καταστροφή”. Κι έναν άντρα που παλεύει να τη σταματήσει. Μια κατολίσθηση, συνέπεια της ξαφνικής καταιγίδας και των απαλλοτριώσεων στην περιοχή, θα κατακλύσει με τόνους λάσπης το φτωχικό σπιτικό του, μια ξύλινη καλύβα στην πλαγιά του ορεινού πυκνού δάσους. Ο αγώνας φαίνεται άνισος, αλλά ο άντρας για άλλη μια φορά θα τα καταφέρει. Μοναχικός καβαλάρης, ερημίτης αλλά και ετοιμοπόλεμος, ο Νικήτας θα επιστρέψει γρήγορα στην ταπεινή του καθημερινότητα, περιτριγυρισμένος από τα λίγα ζωντανά του, την καραμπίνα του κι ένα τρανζιστοράκι κολλημένο στο γνωστό τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη. Όχι όμως για πολύ. Η επιστροφή του γιου του Τζόνι, μετά από είκοσι χρόνια απουσίας, θα ανασύρει θαμμένες αναμνήσεις, ενώ οι περιουσιακές διεκδικήσεις του νεαρού θα ανοίξουν παλιές πληγές και καινούργια μέτωπα σ’ ένα βαλτώδες από τις βροχές τοπίο που μυρίζει ήδη εμφύλιο. Ο εχθρός δεν είναι τώρα μόνο το “Τέρας”, η εταιρεία εξόρυξης που απειλεί με τις δαγκάνες των εκσκαφέων της το κτήμα του ερημίτη αγρότη και το οικοσύστημα της ευρύτερης περιοχής, αλλά και ο νεαρός απρόσκλητος επισκέπτης, ένας ανεπιθύμητος μηχανόβιος εισβολέας, που τον θέτει αντιμέτωπο με το ρόλο του ως πατέρα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινείται η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Τζώρτζη Γρηγοράκη, ένα ιδιότυπο σύγχρονο γουέστερν με πολιτικές και υπαρξιακές προεκτάσεις, τοποθετημένο στην Ελλάδα της κρίσης σε μια αγροτική περιοχή που δεν κατονομάζεται, αλλά είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. Έχοντας στον πυρήνα της μια αρχετυπική ιστορία επαναπροσέγγισης πατέρα-γιου, με όλες τις δυσκολίες και τις ανατροπές της, η ταινία στήνει τους δυο ήρωες σε μετωπική θέση μάχης, ενώ παράλληλα υποθάλπει και την  αιώνια αντιπαράθεση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, του οποίου η τύχη διχάζει όχι μόνο πατέρα- γιο αλλά και όλη την δοκιμαζόμενη από την κρίση κοινότητα. Ό,τι παρακολουθεί εδώ ο θεατής δεν είναι παρά ο  σκληρός και ανελέητος αγώνας επιβίωσης δύο ανδρών σε αδιέξοδο, -εξαιρετικές οι ερμηνείες του Βαγγέλη Μουρίκη και του Αργύρη Πανταζάρα- που ασφυκτιούν και εκτινάσσονται (χαρακτηριστική είναι η σκηνή του ζεϊμπέκικου του Νικήτα ή αυτή των ακροβατικών του Τζόνι πάνω στην enduro μηχανή του), δύο ανθρώπων που διακατέχονται από το ίδιο πείσμα και εγωισμό, αλλά  και από ανάμεικτα συναισθήματα αγάπης- μίσους. Η σχέση τους ακολουθεί μια διαδρομή δύσκολη, που  θα περιέλθει από διάφορες διακυμάνσεις μέχρι να καταλήξει στη  λυτρωτική σκηνή της τελικής συμφιλίωσης.
Θέτοντας εξαρχής το δάσος σε πρώτο πλάνο το Digger χρωστά σε μεγάλο βαθμό τη μαγεία του στον τεχνικά άρτιο τρόπο κινηματογράφησης του περιβάλλοντος χώρου, καθιστώντας τον έτσι  χαρακτήρα από μόνο του. Ο φωτισμός των εξωτερικών αλλά και εσωτερικών χώρων μέσα  στους οποίους κινούνται οι ήρωες, η άρτιας αισθητικής απεικόνιση τοπίων που επανέρχονται σε  διαλεκτική αντιπαράθεση,- η υγρή δασώδης βλάστηση με το ξηρό άτονο των ορυγμάτων-, η εστίαση στα έμψυχα ή άψυχα που περιβάλλουν τους ήρωες, υποβάλλουν ένα συγκεκριμένο  συναισθηματικό τοπίο και συμπληρώνουν τη χαμηλόφωνη αφήγηση. Η ταινία που με φόντο την σύγχρονη αγροτική Ελλάδα ανασκάπτει όχι μόνο σε εδάφη που απειλούνται από πολυεθνικές και την οικονομική κρίση αλλά και στα ανθρώπινα βάθη πολύπαθων ανθρώπινων σχέσεων, βραβεύτηκε με το βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κινηματογράφων Τέχνης στην 70η Berlinale (2020).  

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]