b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_barbarians.jpg

„Îmi este indiferent dacă în istorie vom intra ca barbari”/ “I Do Not Care If We Go Down in History as Barbarians” , Radu Jude
Στο σύγχρονο τοπίο του κινηματογράφου δεν είναι πολλοί οι σκηνοθέτες που διαθέτουν ένα είδος αισθητικής ευστροφίας : την ικανότητα δηλαδή να μεταλλάσουν την κινηματογραφική τους αισθητική αλλά και το κινηματογραφικό είδος στο οποίο θητεύουν . Αυτού του είδους την κινηματογραφική ευστροφία μπορούμε να την αναγνωρίσουμε στον Ρουμάνο Radu Jude. Από τα ασπρόμαυρα βαλκανικά γουέστερν - Aferim!- σε βιογραφίες -αναπαραστάσεις των διανοητικών περιπετειών -Inimi cicatrizate (Σημαδεμένες καρδιές). Και από σχόλια για τον καταναλωτισμό και τη διαφήμιση -Cea mai fericită fată din lum (Το πιο ευτυχισμένο κορίτσι στον κόσμο- σε απεικονίσεις ενός ταραγμένου οικογενειακού τοπίου - Toată lumea din familia noastră (Everybody in Our Family).
Η ταινία που φέρει τον μακρόσυρτο αυτόν τίτλο «Δεν με νοιάζει αν η Ιστορία μας γράψει σαν Βάρβαρους » -ρήση ενός ιστορικού προσώπου της Ρουμανίας – είναι μια πολυσύνθετη ταινία που υπακούει στους κανόνες του ρεαλισμού και ενός σινεμά απομυθοποιητικού, η οποία αναπτύσσεται προς διάφορες κατευθύνσεις: σχόλιο για την αναπαράσταση, για το ρόλο του θεάματος και τις παραποιήσεις του, τον αντισημιτισμό, για την ανάδυση του φασισμού, για την Ιστορία και τις παραναγνώσεις της. Άξιο επισήμανσης είναι ότι της ταινίας αυτής προηγήθηκε ένα ντοκιμαντέρ του σκηνοθέτη με θέμα τη σκοτεινή περίοδο του φασισμού στη Ρουμανία –Tara moartă (The Dead Nation).
Αυτή σκοτεινή περίοδος της ιστορίας είναι στο κέντρο στην ταινία. Μια νεαρή σκηνοθέτις -στο ρόλο η Ioana Iacob,-προετοιμάζει την αναπαράσταση του πογκρόμ των Εβραίων της Ρουμανίας από το φασιστικό καθεστώς του Β! Παγκοσμίου Πολέμου. Η αφήγηση επικεντρώνεται στα της αναπαράστασης: τα προβλήματα με τους κομπάρσους –ηθοποιούς, η ιστορική ακρίβεια, οι πολιτικές παρεμβάσεις . Καθώς η αφήγηση εξελίσσεται γίνεται φανερή μια διάσταση: Ανάμεσα στην σκηνοθέτιδα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Την πάλη και τον αγώνα της καταγράφει η ταινία. Υπερασπιζόμενη την ιστορική ακρίβεια και όχι τις παραναγνώσεις, η σκηνοθέτις βρίσκεται συχνά αντιμέτωπη με την κατάρρευση του καλλιτεχνικού της οράματος. Στο τέλος δεν θα την αποφύγει. Ό,τι παρακολουθούμε στο τέλος –στην τελετή της αναπαράστασης- είναι παραναγνώσεις και παραποιήσεις της ιστορίας, λαϊκισμός, την ανάδυση του φασισμού. Παρόλη την προσπάθεια της ηρωίδας, το καλλιτεχνικό της έργο προσλαμβάνεται σε αντίθεση με τις προσδοκίες της. Και αυτό είναι μια από τις τραγωδίες της δημιουργίας…
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_treasure-island.jpg
Treasure Island/ L' Île au trésor, Guillaume Brac
Μια ομάδα πιτσιρικάδων προσπαθεί να μπει στον « επίγειο» παράδεισο. Όμως έρχονται αντιμέτωποι με τις απαγορεύσεις των σεκιουριταδών. Είναι απολύτως αποφασισμένοι να εισέλθουν με τρόπο δόλιο και παραπλανητικό σ’ ό,τι θεωρούν τον Τόπο των καλοκαιρινών διακοπών. Αυτός είναι το «Νησί του Θησαυρού», ένα πάρκο αναψυχής, στο Cergy-Pontoise, στα περίχωρα του Παρισιού. Γεμάτο νεροτσουλήθρες, πισίνες, μακροβούτια, παρέες εφήβων και γονείς με τα παιδιά τους, παιχνίδια στο νερό, εφηβικά φλερτ: αυτός ο τόπος συγκεντρώνει τους μη προνομιούχους της γαλλικής πρωτεύουσας, όσους το εισόδημά τους δεν τους επιτρέπει μακρινές διακοπές.
Ο σκηνοθέτης, με τους τρόπους του Frederick Wiseman, χαρτογραφεί αυτόν τον τόπο και τις λειτουργίες του, παρακολουθώντας εκ του σύνεγγυς τους ανθρώπους του χώρου και τις δραστηριότητες τους. Καταρχάς, τους θαμώνες του πάρκου αναψυχής –τους έφηβους, τους γονείς με τα παιδιά τους – καθώς απολαμβάνουν το χώρο. Μια συγκεκριμένη ταξικότητα γίνεται φανερή καθώς ο σκηνοθέτης σχεδιάζει αυτά τα μικρά σκίτσα: η πλειοψηφία των θαμώνων είναι μετανάστες, πρώτης ή δεύτερης γενιάς, εργαζόμενοι που δεν μπορούν να λείψουν για διακοπές. Παράλληλα, ο σκηνοθέτης παρακολουθεί και όσους εργάζονται σ’ αυτό: τους σεκιουριτάδες, τους υπεύθυνους λειτουργίας, τους εργαζόμενους στις διάφορες δραστηριότητες αναψυχής.
Όμως εδώ δεν έχουμε τις λεπτομερειακές απεικονίσεις των λειτουργιών ενός οργανισμού όπως συμβαίνει με τα ντοκιμαντέρ του Frederick Wiseman. Ο τόνος είναι ανάλαφρος, η διάθεση παιγνιώδης, το πνεύμα των καλοκαιρινών διακοπών διαπερνά τις εικόνες. Ενώ κάποια επεισόδια μοιάζουν να παραβιάζουν τα σύνορα του ντοκιμαντέρ –όπως αυτό με την παρέα των εφήβων εργαζόμενων -κάνοντας την ταινία να αποτελεί μια coda στην προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη. Σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ εξερευνά το χώρο που τον απασχόλησε στην προηγούμενη ταινία: και πιο συγκεκριμένα στο επεισόδιο L’ami du dimanche στο Contes de juillet (2017). Δημιουργώντας έτσι μια παράδοξη ενότητα ύφους ανάμεσα σε είδη διαμετρικά αντίθετα, όπως είναι το ντοκιμαντέρ και η ταινία μυθοπλασίας.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_jumpman.jpg
Podbrosy/ Jumpman, Ivan I. Tverdovskiy
Νυχτερινό πλάνο. Μια γυναίκα μ’ ένα μωρό στη αγκαλιά βρίσκεται μπροστά   σε μια «βρεφοδόχο». Αφήνει το μωρό και απομακρύνεται. Την άλλη μέρα οι έφηβοι ένοικοι του οικοτροφείου συνοδεύοντας μια εργαζόμενη τρέχουν χαρούμενοι να δουν το μωρό και να καλωσορίσουν το νέο ένοικο. Μια παράδοξη αίσθηση «οικογενειακών» δεσμών αναδεικνύεται από τη σκηνή.
Το κεντρικό πρόσωπο στην ταινία είναι ο Denis , ένας έφηβος  ένοικος του οικοτροφείου.  Αντιμέτωπος με τις αναστατώσεις που του προκαλεί η επίσκεψη της μητέρας του, ο  εγκαταλείπει το οικοτροφείο και βγαίνει στον πραγματικό κόσμο. Ακολουθώντας την νεαρή μητέρα του Oksana, ο Denis αντικρίζει ένα κόσμο που μοιάζει να ξεπήδησε από τις σελίδες του Dickens. O Denis , υπό τη διακριτική πίεση της μητρικής παρουσίας, συνεργάζεται με μια συμμορία που οργανώνει εκβιασμούς. Έχει τον ρόλο ενός “jumpman”: πηδάει μπροστά σε εν κινήσει αυτοκίνητα και υποδύεται το θύμα ενός τροχαίου ατυχήματος. Της συνομωσίας συμμέτοχοι είναι μεταξύ άλλων, όχι μόνο μια γιατρός που βεβαιώνει για τη σοβαρότητα των τραυμάτων, αλλά και μια δικαστικός και ένας αστυνομικός και στόχος της είναι ο εκβιασμός . Σύντομα όμως ο νεαρός ήρωας θα βρεθεί παγιδευμένος στις παγίδες που στήνει…
Η τρίτη ταινία του νεαρού ρώσου σκηνοθέτη - Klass korrektsii (2014), Zoologiya (2016)- ανήκει στην χορεία των ταινιών που περιγράφουν ,  με τόνους ρεαλιστικούς και στο ύφος μιας τραγωδίας ή ενός δράματος, τη σύγχρονη Ρωσία ως ένα τόπο εκτεταμένης διαφθοράς και ηθικής σήψης. Επιφανέστερος  εκπρόσωπος αυτού του είδους των ταινιών είναι ο Leviathan (2014) του Andrey Zvyagintsev. Ωστόσο, εδώ το βάρος δίνεται κυρίως στη σχέση «μητέρας» -γιού (από την οποία δεν απουσιάζουν κάποιες φροϋδικές νύξεις ) και στο ηθικό αλλά κυρίως συναισθηματικό κενό που ο νεαρός ήρωας στο τέλος βιώνει. Είναι η εκμετάλλευση του γιού από την μητέρα αυτό που στο τέλος έρχεται στο προσκήνιο και γίνεται φανερό. Ό,τι απαλύνει τον πόνο είναι τελικά η επιστροφή στην κοινοτική ζωή, στο οικοτροφείο, ένα προστατευμένο από τη περιρρέουσα διαφθορά τόπο;
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_miriam-miente.jpg
Miriam Lies/ Miriam miente, Natalia Cabral & Oriol Estrada
Απεικόνιση των αναταραχών που προκαλούνται εξαιτίας μιας τελετής ενηλικίωσης, η ταινία από τη Δομινικανή Δημοκρατία είναι παράλληλα και μια καταγραφή των ευαίσθητων όψεων της εφηβείας.
Η Miriam, η νεαρή 14χρονη ηρωίδα, είναι σε κατάσταση άγχους: προετοιμάζεται για το χορό των γενεθλίων της. Όμως το βασικό της πρόβλημα δεν είναι τόσο τα του χορού, όσο τα σχετικά με το συνοδό της. Η Miriam γνωρίζεται διαδικτυακά μ’ ένα συνομήλικο της και τον προσκαλεί να είναι ο συνοδός της στον χορό. Ωστόσο, η έλλειψη μιας πρόσωπο με πρόσωπο συνάντησης τη γεμίζει νε αμφιβολίες και ανασφάλεια για την ταυτότητά του. Η Miriam κανονίζει ένα ραντεβού με τον «φλερτ» της και εκεί ανακαλύπτει ότι είναι μαύρος. Κάτι που για το μεσοαστικό περιβάλλον της αποτελεί πρόβλημα. Τα ψέματα μοιάζουν να είναι η λύση…
Οι σκηνοθέτες σχεδιάζουν με λεπτότητα και ευαισθησία το πορτραίτο της γεμάτης ανασφάλειες και αμφιβολίες νεαρής ηρωίδας (στο ρόλο η εξαιρετική Dulce Rodríguez) . Παράλληλα, παρακολουθούν τη διαδρομή της, καθώς προσπαθεί να διαχειριστεί το πρόβλημα του συνοδού της. Τα ψέματα προσφέρουν μια κάποια ανακούφιση και προσωρινά μόνο είναι η λύση. Και είναι αυτό το ψέμα που παγιδεύει την ηρωίδα. Ό,τι παρακολουθούμε εντέλει είναι μια διαδικασία ωρίμανσης για την ίδια την ηρωίδα. Μια διαδικασία, επώδυνη κάποιες φορές, να συνδιαλλαγεί και με την ίδια την ταυτότητά της: να αποδεχτεί δηλαδή το γεγονός ότι είναι μαύρη.

Δημήτρης Μπάμπας