(Αρκούδες δεν υπάρχουν)
του Jafar Panahi
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
Σ’ ένα τουρκικό χωριό κοντά στα ιρανικά σύνορα ένας άνδρας δίνει ένα πλαστό διαβατήριο σε μια γυναίκα που το αρνιέται φωνάζοντας - δεν θα φύγει ποτέ χωρίς εκείνον. Σ’ ένα ιρανικό χωριό πολύ κοντά από εκεί ο Τζαφάρ Παναχί παρακολουθεί τη σκηνή από το φορητό του υπολογιστή – είναι ο μόνος τρόπος να επιβλέπει τα γυρίσματα της νέας του ταινίας μια και η έξοδος απ’ τη χώρα του έχει απαγορευτεί. Το χωριό είναι απομονωμένο και λαθρέμποροι κάνουν κουμάντο στη συνοριογραμμή επωφελούμενοι κι απ’ τις φήμες γι αρκούδες. Οι άνθρωποι του χωριού φέρονται καλά στον Παναχί μέχρι τη στιγμή που του ζητάν μια φωτογραφία που έβγαλε κι εκείνος λέει πως δεν την έχει. Έκτοτε, ολοένα πιο πιεστικά και παράλογα, ένας αόρατος κλοιός αρχίζει να στενεύει γύρω του. Κι ο ίδιος αρχίζει να νοιώθει κάπως σαν τους ήρωες της ταινίας του.
Πικρή, στενάχωρη και δυνατή, ακονισμένη πάνω στο μαχαίρι της ανθρώπινης ανάγκης για ελευθερία στις επιλογές και στην έκφραση που μπορεί να το στρέψει κανείς ακόμα κι ενάντια στον εαυτό του όταν την στερείται, πολιτική, κοινωνική, ηθογραφία και μοίρασμα προσωπικής οργής μαζί για το συνεχιζόμενο περιορισμό του ως καλλιτέχνη, το Αρκούδες δεν υπάρχουν του Τζαφάρ Παναχί, βραβευμένο με το Ειδικό βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας του 2022, είναι μια αξιοπρόσεχτη ταινία τέχνης που παίζει με τα όρια της μυθοπλασίας, του ντοκιμαντέρ και της ανθρώπινης αντοχής και φωνάζει ελευθερία απ’ την αρχή μέχρι το τέλος της με τρόπο που θα τον θυμάται κανείς κι όταν φύγει απ’ την αίθουσα κι ίσως να ξανάρχεται και πότε-πότε στο μυαλό του.
Με την ανοιχτωσιά των χώρων και την τραχιά ομορφιά των χωριού ν’ αντισταθμίζει την αίσθηση απ’ τον περιορισμό και το καλούπωμα που πάνε να επιβάλλουν οι κάθε λογής μικρονοϊκές εξουσίες κι αντιλήψεις και με το γνωστό τρόπο του ιρανικού σινεμά να πετυχαίνει λιτά κι απευθείας την ουσία, ο Παναχί, μέσα από δύο ιστορίες που θα δούμε και μια που μόνο θ’ ακούσουμε αλλά που δρα καταλυτικά, στηλιτεύει ταυτόχρονα την πολιτική κατάσταση του Ιράν, την καταπίεση των γυναικών και τον σκοταδιστικό τρόπο λειτουργίας των μικρών κοινωνιών που, οχυρωμένες πίσω απ’ τις προκαταλήψεις και την εμμονή τους να μην αλλάζουνε, συχνά γίνονται ασφυκτικές κι απάνθρωπες προς όποιον έστω και στο ελάχιστο διαφέρει.
Το χωριό κινηματογραφείται έτσι στην αρχή σαν μια μικρή όαση ασφάλειας και απλοϊκής ανθρωπιάς με κωμικές πινελιές, μια ανακουφιστική αντίστοιξη των κακών που συμβαίνουν αλλού -όπως για παράδειγμα στην πρωτεύουσα και στην κεντρική εξουσία της χώρας- όλη αυτή η επίφαση, όμως, του καλοσυνάτου φαίνεσθαι και του ανάλαφρου τόνου, σιγά-σιγά υποχωρεί για να διαφανεί η αναλγησία κι η σκληρότητα που οι περισσότεροι δεν αμφισβητούν, ακόμα κι αν δεν συμφωνούν, μια και θέλουν την ησυχία τους ή έχουν μάθει να συμπεριφέρονται ως μάζα.
Καθιστώντας τον εαυτό του το σημείο που συγκεντρώνονται όλα τα νήματα κι ασκούνται εν τέλει όλες οι πιέσεις, ως ήρωα της πλοκής αλλά κι ως καλλιτέχνη που απελπισμένα προσπαθεί να υπάρξει, ο Παναχί δεν μοιράζεται μόνο κάτι απ’ τον εαυτό του μαζί μας, αλλά εμπλουτίζει κι άλλο το έτσι κι αλλιώς ευδιάκριτο ύφος της κινηματογραφικής του αφήγησης, αποδεικνύοντας πως η γνήσια ανάγκη της έκφρασης είναι αυτή που κάνει την τέχνη να προχωρά κι όχι τα πολλά χρήματα ή η νέα τεχνολογία. Και χωρίς να χαρίζει κάστανα ή να αναπτερώνει τις ελπίδες μας, αφού ούτε οι εραστές δεν θα μείνουν ζωντανοί εδώ, αφήνει μια πόρτα ανοιχτή σ’ ό,τι δεν χάθηκε ολότελα και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια που αψηφά τον κίνδυνο για να μείνει πιστή στον εαυτό της. Βλέπουμε εν τέλει, όπως ξέραμε μάλλον κι απ’ την αρχή πως αρκούδες δεν υπάρχουνε, υπάρχει, όμως, πάντα κάποιος εκεί, που επιμένει να κυνηγάει τις ζωές μας.