της Laura Citarella
(σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
ΤΟ ΑΤΑΞΙΝΟΜΗΤΟ ΕΙΔΟΣ. Εχθές το βράδυ, βλέποντας on line, από το 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, #TIFF63, την διαρκείας 128΄ ταινία «Trenque Lauquen-Στρογγυλή λίμνη», 2022, της πολυτάλαντης και με πολυσχιδείς δραστηριότητες Laura Citarella, από την Αργεντινή, σκεφτόμουν τα εξής: είναι μια ταινία πάνω στην εμμονή στα όρια της ιδεοληψίας, που προβάλλει ως προσχηματική αναζήτηση κάποιο δυσεύρετο και αταξινόμητο είδος λουλουδιού. Πρόκειται για μανία διαλεύκανσης ενός μυστηρίου, όσο και για προσπάθεια ανασύνθεσης, εκ θεμελίων, μιας γριφώδους υποθέσεως ανθρωπίνων πάρε-δώσε, σχετικών με τον έρωτα, την αποδέσμευση και την ελευθερία, καθώς και με την εξαφάνιση της ποθητής γυναίκας (βλέπε και την ανακάλυψη μιας σειράς από ερωτικές επιστολές του παρελθόντος, κρυμμένες στην τοπική βιβλιοθήκη, που μπορούν να βοηθήσουν στον εντοπισμό της εξαφανισμένης – κάτι που θυμίζει και το μυθιστόρημα «Εμμονή» της A.S.Byatt- εκδόσεις Πόλις, μτφ. Κατερίνα Σχινά). Δύο ερωτοχτυπημένοι άντρες αναζητούν, στην αχανή αργεντίνικη ύπαιθρο χώρα, μια άπιαστη σαν τον άνεμο γυναίκα, που δηλώνει βιολόγος αλλά περισσότερο μοιάζει με ιθαγενές ξωτικό, η οποία με τη σειρά της έχει έναν εξίσου άπιαστο στόχο, κινούμενη μεταξύ πραγματικού, ονειρικού ή μυθώδους, ή επιχειρώντας μια φυγή μέσω επιστήμης +φαντασίας, μια απόδραση από το κοινότοπο και τη ρουτίνα, μια εκτόξευση στο άγνωστο με πολλά σκοτεινά σημεία, ακόμα κι όταν αυτή η φυγή αυτοπροσδιορίζεται ως επιστροφή στις ρίζες. Το εγχείρημα φέρνει στο νου εικόνες και ιστορίες από άλλες ταινίες συγγενείς θεματολογικά, παρά το γεγονός ότι αποτελεί, ξεκάθαρα, γνήσιο δημιούργημα μιας κινηματογραφίστριας με εντυπωσιακά χαρίσματα (τόσο ως προς τη φιλμική κατασκευή, όσο και στο επίπεδο των σημασιών ή την ευχέρεια της αφήγησης). Εκκινώντας από μπορχεσικούς λαβυρίνθους, η L.C., ακολουθεί με επιδεξιότητα τα δικά της δαιδαλώδη μονοπάτια, και αναζητεί επίμονα αταξινόμητους θησαυρούς, είτε αυτοί είναι γέννημα-θρέμμα της φύσης και των θρύλων του τόπου, είτε προϊόντα της ανθρώπινης επινοητικότητας. Είτε ανήκουν στην πραγματικότητα, είτε είναι μύθοι και εξωφρενικά αποκυήματα της φαντασίας. Και εκεί που επιτυγχάνει πραγματικά, κατασκευάζοντας μια αταξινόμητη ταινία (ένα επιπλέον ατού της σκηνοθέτιδος), είναι όταν αφήνει αδέσμευτη και αλογόκριτη την προσωπική της μέθοδο να οργιάζει πάνω στα θαύματα της ζωής και της τέχνης. Ενώ, αντιθέτως, το δημιούργημα που βγαίνει ζεστό και σπαρταριστό, γεμάτο χιούμορ και άλλους χυμούς, μέσα από το εργαστήριό της, αρχίζει να παραπαίει και να χωλαίνει, από τη στιγμή που ένα τόσο γοητευτικό κινηματογραφικό σύμπαν καταφεύγει σε επιδεικτικά μηνύματα γύρω από την πολιτική, την οικολογία, τη βιολογία ή τον φεμινιστικό λόγο, τα οποία μοιραία κατεβάζουν τον πήχη των αξιοζήλευτων στόχων της και αδικούν τις πραγματικές της δυνατότητες: κυρίως εκείνες που αφορούν την τέχνη της κατασκευής μύθων, μυστηρίων, γρίφων και λαβυρίνθων, που είναι και το φόρτε της.
(πρώτη δημοσίευση στο Facebook)