(Until Tomorrow)
του Ali Asgari
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_untill-tomorrow.jpg

Το πρόσωπο μιας νεαρής γυναίκας ανοίγει την ταινία και στο επίκεντρό της θα παραμείνει ως το τέλος. Από την εισαγωγική ήδη σκηνή στον οικιακό χώρο, οι κινήσεις της παραπέμπουν σε μια αγχώδη καθημερινότητα. Η Fereshteh, που μένει στην Τεχεράνη, προσπαθεί να ισορροπήσει σπουδές, εργασία και τη φροντίδα ενός αδήλωτου μωρού που το μεγαλώνει μόνη της. Το ξαφνικό τηλεφώνημα των γονιών της και η επικείμενη επίσκεψή τους αναστατώνουν ακόμα περισσότερο την ηρωίδα. Το μωρό, μαζί με ό,τι θα μαρτυρούσε την παρουσία του, πρέπει πάση θυσία να εξαφανιστεί για ένα βράδυ. Ένας αγώνας δρόμου ξεκινάει για την ίδια και την κολλητή της φίλη και συμφοιτήτρια Atefeh, που αναλαμβάνει να τη βοηθήσει. Οι δυο νεαρές γυναίκες προκειμένου να πετύχουν τον στόχο τους- και πάντα με το μωρό υπό μάλης- θα εξαντλήσουν κάθε δυνατότητα, θα χρησιμοποιήσουν κάθε μεταφορικό μέσο, θα συναντήσουν πρόσωπα γνωστά και άγνωστα, θα φτάσουν στα όρια της σωματικής και ψυχικής εξάντλησης, στους δρόμους και τους διαδρόμους μιας πόλης, τις περισσότερες φορές εχθρικής ή αφιλόξενης.
Με μια ιδέα που υλοποίησε ήδη σε παλιότερη μικρού μήκους ταινία του, το «The Baby», ο ανερχόμενος Ιρανός σκηνοθέτης Ali Asgari (πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία το «Disappearance» το 2017) καταφέρνει να κρατήσει αμείωτη την αγωνία του θεατή με μία βασική γραμμή πλοκής που ολοκληρώνεται σε μία ημέρα. Μέσα από μία καταιγιστική ρεαλιστική αφήγηση στην οποία πρωταγωνιστούν δύο νεαρές γυναίκες και ένα νόθο μωρό ο Asgari αποκαλύπτει σταδιακά κρίσιμες παθογένειες της σύγχρονης ιρανικής κοινωνίας, εστιάζοντας σε διαφορετικές ηλικιακές κατηγορίες και κοινωνικές τάξεις. Τη μόνιμη καταπάτηση των γυναικείων δικαιωμάτων, τις παραβιάσεις της ελευθερίας, τις πατριαρχικές αντιλήψεις, τη γραφειοκρατία. Τοποθετώντας γραμμικά και με γρήγορες εναλλαγές την κεντρική του ηρωίδα σε διαφορετικά περιβάλλοντα και χρησιμοποιώντας την τεχνική της κλιμάκωσης ενισχύει την αίσθηση μιας πίεσης που ως το τέλος της ημέρας εξελίσσεται σε πραγματική απόγνωση. Ό,τι έχει ενδιαφέρον εδώ, τόσο για την πλοκή όσο και ως αντανάκλαση μιας πραγματικότητας είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Asghari επιτρέπει να διαφανούν μικρές χαραμάδες ελπίδας, για να τις ανατρέψει ωστόσο στη συνέχεια. Η Fereshteh δεν είναι ποτέ μόνη της (παρά μόνο στο τέλος). Η φιλία, η ριψοκίνδυνη αλληλεγγύη - που βρίσκεται και στην καρδιά της ταινίας-, η ηθική συμπαράσταση διατρέχουν παράλληλα την κύρια γραμμή της αφήγησης, αποτυπώνοντας έναν κόσμο που κάτω από την επιφάνεια αρχίζει να αμφισβητεί το παλιό σύστημα, παραμένοντας ωστόσο κατ’ ανάγκη ή από δειλία εγκλωβισμένος στα γρανάζια του. Οι προσπάθειες για αυτό των δύο γυναικών αποδεικνύονται σισύφειες.
Σε αυτό τον κυκεώνα ωστόσο ό,τι αναδεικνύεται είναι το πρόσωπο της κεντρικής ηρωίδας (εκπληκτική η υποκριτική δεινότητα της Sadaf Asgari), που αφού διανύσει απεγνωσμένα όλα τα στάδια εναγώνιας αναζήτησης και εξαντλήσει όλες τις «σανίδες σωτηρίας», θα οδηγηθεί από μόνη της «σαν έτοιμη από καιρό» στη λύτρωση. Σφραγίζοντας έτσι μια βουβά επώδυνη συνειδησιακή αφύπνιση με μία κατεξοχήν επαναστατική πράξη. Μια σιωπηλή εντέλει κραυγή διαμαρτυρίας.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου