του Kavich Neang
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Ο νεαρός Νανγκ με δύο φίλους του τριγυρνάν ανέμελα στην Πνομ Πεν. Βόλτες με μηχανές, φλερτ με κορίτσια, πρόβες για το διαγωνισμό χορού που θα συμμετάσχουν όλοι μαζί. Εντελώς ξαφνικά ο ένας φίλος δηλώνει πως θ’ αλλάξει χώρα κι η παρέα διαλύεται. Στο σπίτι του Νανγκ, η αδελφή του μετακομίζει, μια πληγή εμφανίζεται στο δάχτυλο του ποδιού του διαβητικού πατέρα του και το παρηκμασμένο πια «Λευκό κτίριο», το ιστορικό συγκρότημα κατοικιών που μένουν, πρόκειται να κατεδαφιστεί στο όνομα της Ανάπτυξης. Οι ένοικοι διαφωνούν μεταξύ τους για το αν τους συμφέρει η πολύ χαμηλή οικονομική προσφορά των Αρχών και ο πατέρας του Νανγκ και Πρόεδρος των διαμενόντων παραμελεί την υγεία του για να ασχοληθεί με τις σχετικές διαδικασίες. Τα σύννεφα έχουν αρχίσει να μαζεύονται πάνω απ’ το κεφάλι του Νανγκ…
Το Λευκό κτίριο, πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Καβίτς Νεάνγκ, ξεκινά δροσερά και ανάλαφρα σαν μια νεανική ταινία με πολύ κίνηση και εικόνες ζωής απ’ την καμποτζιανή πρωτεύουσα, που παίρνει το χρόνο της χωρίς να δείχνει ακριβώς που το πάει. Στη συνέχεια, όμως, το τοπίο γίνεται στενάχωρα διαυγές κι η ιστορία φανερώνει τη σημασία και το βάθος της μέσα από μια κινηματογράφηση με νόημα κι ουσία. Το μούδιασμα του πρωταγωνιστή, περνάει και στο θεατή έτσι όπως βλέπει τον Νανγκ να βρίσκεται μπροστά σε συνθήκες που μεταβάλλονται και μέσα απ’ αυτές να εκτίθεται στην πιο μελαγχολική ανθρώπινη αλήθεια.
Η κατάσταση μοιάζει τόσο τελεολογική, που η μόνη ένοικος που τολμά να την αμφισβητήσει με μια άλλη πρόταση, μένει απλά όρθια να κοιτάζει γύρω της, ενώ κανείς δεν της δίνει σημασία. Το ίδιο μετέωρος νοιώθει κι ο Νανγκ, που χωρίς ν’ αψηφά τα όσα συμβαίνουν τολμά ακόμα να ονειρεύεται -ίσως, όμως και να βλέπει εφιάλτες. Έχει ωστόσο τη δύναμη να τους λέει δυνατά, κάτι που αποφεύγουν οι γύρω του που παραγνωρίζουν τα συναισθήματά τους και απλά διχάζονται ανάμεσα σ’ αυτούς που επιζητούν να συμμορφωθούν μια ώρα αρχύτερα με τη νέα πραγματικότητα και στους άλλους, που όπως ο πατέρας του, διακινδυνεύουν κάτι απ’ τον εαυτό τους με το να καθυστερούν και να την αρνούνται.
Στην Καμπότζη, λέει ο σκηνοθέτης, που έχει γυρίσει και το βραβευμένο ντοκιμαντέρ Last night I saw you smiling για το ίδιο θέμα, οι άνθρωποι δεν είναι πάντα ελεύθεροι να εκφράζουν τις σκέψεις και τις γνώμες τους για την πολιτική κι έτσι πολλές ιστορίες δεν ακούγονται. Μια από αυτές, πολύ προσωπική για τον ίδιο αφού η οικογένεια του κατοικούσε εκεί μέχρι την κατεδάφισή του, αφορά στο Λευκό κτίριο. Χτισμένο το 1963, καταμεσής της Πνομ Πεν από έναν Καμποτζιανό κι ένα Ρώσο αρχιτέκτονα, το κτίριο έμεινε άδειο για αρκετά χρόνια καθώς την εποχή των Ερυθρών Χμερ όσοι ένοικοι δεν έπεσαν θύμα της μανίας τους έφυγαν στα χωριά για να γλιτώσουν. Όταν το καθεστώς των Χμερ έπεσε και ο κόσμος άρχισε να ξαναγυρνά στην πόλη, το κράτος κάλεσε άτομα να το κατοικήσουν ξανά - κυρίως καλλιτέχνες. Το 2017, όμως, η κυβέρνηση αποφάσισε να κατεδαφίσει το κτίριο ζητώντας από τις σχεδόν 500 οικογένειες που έμεναν εκεί να φύγουν. Ο πατέρας του Νεάνγκ, ήταν γλύπτης -όπως και ο πατέρας του πρωταγωνιστή - και ο σκηνοθέτης έζησε μαζί με όλη του την οικογένεια για καιρό αυτή την εφιαλτική όπως τη χαρακτηρίζει κατάσταση της επικείμενης κατεδάφισης που τον κράτησε ψυχικά μετέωρο ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν για χρόνια.
Η ταινία του αποδίδει όλα αυτά τα συναισθήματα και πολλά ακόμη, δημιουργώντας ένα σφίξιμο στο στομάχι του θεατή, που την ίδια ώρα ηρεμεί βλέποντας μια πραγματικά καλή ταινία. Και μπορεί να ταυτίζεται περισσότερο με τον πρωταγωνιστή -που προφανώς λειτουργεί ως το alter ego του σκηνοθέτη- στο τέλος όμως δεν μπορεί να μην συμπονέσει κι αυτή τη μάνα που κάθεται στο πάτωμα, μονολογώντας, χωρίς θυμό, για τα όσα δεν ήθελε να δεχτεί. Η ζωή αλλάζει ό,τι κι αν κάνουμε, λένε τα λόγια της. Αυτό κι αν είναι ενηλικίωση. Τελεία.
White Building/ Λευκό κτίριο (Καβίτς Νεάνγκ, 2020, 90’, Καμπότζη, Γαλλία, Κίνα, Κατάρ)