της Nathalie Álvarez Mesén
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Στο μητριαρχικό περιβάλλον που ζει, σ΄ ένα χωριό της Κόστα Ρίκα, η 40χρονη Κλάρα μοιάζει με παιδί και ξωτικό μαζί, δυνατή σαν το αγαπημένο της άλογο τη Γιούκα και ταυτόχρονα εύθραυστη σαν τη σκολίωση που την περιορίζει, αργή στο λόγο, αλλά με οξυμένη διαίσθηση για όλα τα πλάσματα του Θεού και με το σπάνιο χάρισμα να τα θεραπεύει. «Αγία» σταλμένη απ’ την Παναγία για όσους γιατρεύονται απ’ τα χέρια της και πηγή εισοδήματος για τη φτωχή οικογένειά της, η Κλάρα αδυνατεί να επιβάλλει τα θέλω της στους γύρω της, ειδικά στη μητέρα της που αρνείται να την δει ως γυναίκα. Η θρησκόληπτη Δόνα Φρέσια, που βάζει τσίλι στα δάχτυλα της Κλάρα για να μην αυνανίζεται και της αρνείται μια σωτήρια εγχείρηση «για να μην γίνει σαν τους άλλους», ακυρώνει συνεχώς την γυναικεία υπόσταση της κόρης της και το δικαίωμά της να έχει επιθυμίες. Η εμφάνιση του τουριστικού υπαλλήλου Σαντιάγο, στο μικρό τους κτήμα θα βγάλει την Κλάρα απ’ την παθητική της υπακοή, ξυπνώντας απότομα τη σεξουαλικότητα, αλλά και τη ζήλια της, αφού αντίζηλος θα είναι η 15χρονη ανιψιά της Μαρία. Η Κλάρα θα μπει σ’ ένα δρόμο που δεν έχει ξαναβρεθεί, αλλά που θέλει πολύ ν’ ακολουθήσει…
Γυρισμένη στην πανέμορφη φύση της Κόστα Ρίκα (που παραδόξως μερικές φορές θυμίζει και μυστηριώδη βοριοευρωπαϊκά τοπία, όπως στη μαγευτική σκηνή με τις πυγολαμπίδες) και με πρωταγωνίστρια την χορεύτρια Γουέντι Τσιντσίλα Αράγια σε μια κατά βάση σωματική ερμηνεία, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Νάταλι Άλβαρες Μεσέν, καλοσκηνοθετημένη, καλομονταρισμένη κι ευφάνταστη, με μπόλικη δόση μυστικιστικής διάθεσης και αισθητηριακής αντίληψης (βλέπε μαγικός ρεαλισμός), αλλά και ουμανιστικής αισιοδοξίας, είναι μια ιστορία αφύπνισης και χειραφέτησης μιας γυναίκας, μπορεί, όμως, να επεκταθεί σ’ όποιον έχει περιθωριοποιηθεί ως αταίριαστος ή διαφορετικός και αναζητά μόνος του τον εαυτό του. Η αφήγηση καταγγέλλει τους θρησκευτικούς περιορισμούς και κάνει το ερωτικό στοιχείο αφορμή για την ενηλικίωση, αλλά προχωρά πιο πέρα απ’ αυτό, στην διαδικασία διεκδίκησης του ίδιου του εαυτού που πρέπει ν’ απεκδυθεί ό,τι τον κρατά δέσμιο εσωτερικά αν θέλει να θεραπεύσει την ψυχή του. Δεν είναι τυχαίο που αν και πονά για τον Σαντιάγο, η Κλάρα κάνει τη χειρότερη κρίση της, όταν φοβάται πως χάθηκε η Γιούκα – το υπέροχο άσπρο της άλογο που σαν κι εκείνη έμοιαζε παράταιρο με το περιβάλλον του και όμοια μ’ εκείνη αποτελούσε ένα είδους αξιοθέατου για τους γύρω του και με το οποίο πιο πολύ απ’ όλους ταυτιζόταν. Κάπως σαν τη Λόρα και το γυάλινο της μονόκερο στο Γυάλινο Κόσμο, που στέκονταν απέναντι στον κόσμο μαζί, αλλά αρκούσε ο έρωτας για να τους σπάσει, με τη διαφορά ότι εδώ τα πράγματα αν και εύθραυστα δεν σπάνε, αλλά μεταμορφώνονται για να γίνουν πιο δυνατά, κυρίως χάρη στη γείωση με τη φύση και τον ανιμισμό που φυσά τη ζωή ακόμα και σε κάτι που φαίνεται να έχει πεθάνει.
Η ιδέα της αλλαγής κι ενός κόσμου που μπορεί να μην είναι όπως τον θέλουμε αλλά δεν στερείται συμπόνοιας κι αγάπης (ο Σαντιάγο αντιμετωπίζει με τρυφερότητα και σεβασμό την περίοδο της Κλάρα, και η ανιψιά της εξακολουθεί να την αγαπά παρ’ ότι της κατάστρεψε το πάρτι) εμποδίζουν τον θυμό της Κλάρα να γίνει κατακλυσμιαίος και σταματάνε το σεισμό πριν γίνει φονικός, αντίθετα με την Σίσι Σπάισεκ στην Carrie / Κάρι, Έκρηξη οργής του Μπράιαν ντε Πάλμα (ταινία που θέλοντας και μη μας έρχεται στο μυαλό όταν βλέπουμε την Κλάρα Μόνη) που δεν γνώρισε άλλο από καταφρόνια σ’ όλη της τη ζωή κι η καταστροφή του κόσμου γύρω της ήταν ο μόνος τρόπος για να ηρεμήσει.
Εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο πολυδιάστατα, κι ο άνθρωπος ένα μόνο στοιχείο μέσα στη φύση, που έχει ανάγκη το «μυστικό του όνομα» για να ζήσει τις στιγμές του αληθινά (έτσι όπως η επαφή της Κλάρα με τον Σαντιάγο είναι πολύ πιο ουσιαστική, απ’ ότι η σχέση εκείνου με την ανιψιά της), ανεξάρτητα, όμως, απ’ τις περιπέτειες του έρωτα, πρέπει να βρει το κουράγιο να ελευθερωθεί εσωτερικά, για να γιατρευτεί η ψυχή και να μπορέσει επιτέλους να προχωρήσει.
Η Κλάρα μόνη (Νάταλι Άλβαρες Μεσέν, 2021, 106’, Σουηδία, Κόστα Ρίκα, Βέλγιο, Γερμανία)