του Andreas Fontana
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_azor.jpg

Ο Ελβετός μεγαλοτραπεζίτης Ιβάν ντε Βιλ φτάνει στην Αργεντινή του '80 εσπευσμένα από τη Γενεύη μαζί με τη σύζυγό του Ινές . Η μυστηριώδης εξαφάνιση του συνεργάτη του Ρενέ Κις και οι αρχόμενες εκκαθαρίσεις της χούντας έχουν θορυβήσει την υψηλή πελατεία του και θέσει σε κίνδυνο τις δουλειές του. Επιπλέον, η απουσία του χαρισματικού Κις έχει ήδη δώσει έδαφος στον ανταγωνισμό ν’ ανθίσει. Παρά τις προσπάθειές του δυσκολεύεται να υποκαταστήσει τον εξαιρετικά δημοφιλή -αν και αμφιλεγόμενο- προκάτοχό του στα μάτια των πελατών κι η αφοσιωμένη Ινές με την οποία λειτουργούν ως «σάρκα μια» τον κατηγορεί για ατολμία. Όμως ο ντε Βιλ, εγγονός του ιδρυτή της τράπεζας και πιο σημαντικός απ’ όσο φαίνεται, διαθέτει αρετές αρκετά σημαντικές ώστε να αποτελούν συνθηματικούς όρους της τραπεζικής διαλέκτου. Και δεν δείχνει να τον τρομάζουν οι εξελίξεις…
Ο Αζόρ, πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Αντρέας Φοντανά (εντυπωσιακό πράγματι  ντεμπούτο!) και πολιτικό θρίλερ μυστηρίου εξελίσσεται αργά, μεθοδικά και με μαστοριά, σαν μια μακρόσυρτη παρτίδα πόκερ που παίζεται χαμηλόφωνα στο μισοσκόταδο, αφήνοντας εσκεμμένα αμφιβολίες για την έκβασή της. Τα χαρτιά πέφτουν ένα-ένα στο τραπέζι και τα πρόσωπα παραμένουν ανέκφραστα κι ας πλησιάζουν κοντά, εκτός από τον ιερέα που με κυνική ειλικρίνεια λέει μερικές άβολες αλήθειες και βάζει το όριο ανεκτού και μη, σύμφωνα με τις εντολές, όχι του Θεού, αλλά του χρήματος και της εξουσίας. Τα επίγεια αυτά τέρατα, με τα οποία ο Ντε Βιλ πρέπει να αναμετρηθεί για ν’ αυγατίσει τις δουλειές του, κρύβουν το κεντρί τους σε όλη τη διάρκεια της ταινίας-εκτός απ’ την πρώτη σκηνή- καιροφυλακτώντας αθέατα κάτω απ’ τα ειδυλλιακά τοπία και τους όμορφους, πολιτισμένους χώρους. Διαφαίνονται, όμως, διαρκώς, πίσω απ’ τα μισόλογα και τη διάλεκτο ευγενείας των πρωταγωνιστών (πολλοί δεν είναι ηθοποιοί αλλά πραγματικά μέλη της Αργεντίνικης αστικής τάξης) που μιλάνε κι αυτοί «συνθηματικά» σαν τους τραπεζίτες, λέγοντας άλλα και εννοώντας διαφορετικά, έτσι ώστε η αλήθεια να μοιάζει με παζλ που ο θεατής πρέπει να ενώσει μόνος του τα κομμάτια. Την ίδια μέθοδο ακολουθεί κι η κινηματογράφηση που αναδεικνύει σε ισότιμο πρωταγωνιστή τον απόντα Κις, στηρίζεται σε ήχους, συγκεκριμένες χρωματικές παλέτες και παγωμένους στο χρόνο χώρους, για να αποδώσει το κλίμα της εποχής και χωρίζει την ταινία σε πέντε κεφάλαια που αντιστοιχούν στην συγκρατημένη, αλλά απόλυτα υπολογισμένη, κάθοδο του ήρωα στη ζούγκλα της διαφθοράς και της ηθικής σήψης, μέχρι να φτάσει διαμέσου εντός ντόπιου Αχέροντα στην ίδια την «Καρδιά του Σκότους».
Η αναφορά στο βιβλίο του Κόνραντ δεν είναι τυχαία, αφού ο Φοντανά (που είναι και συν-σεναριογράφος της ταινίας μαζί με τον Μαριάνο Λινάς), ήθελε την αφήγηση να λειτουργεί παρόμοια, χρησιμοποιώντας μια φανταστική ιστορία ως όχημα περιήγησης και καταβύθισης στην εφιαλτική πραγματικότητα μιας ολόκληρης εποχής, που παραπέμπει τελικά στην ίδια την αποικιοκρατία. Ο Φοντανά έκανε έρευνα για την ταινία, γνώριζε, όμως, ήδη, χάρη στον παππού του που ήταν ιδιωτικός τραπεζίτης, κάποια πράγματα για την ανίερη σχέση της Αργεντίνικης χούντας με τους Ελβετούς συναδέλφους του, που συχνά αδιαφορούσαν για την ηθική διάσταση των συναλλαγών και δέχονταν να εκποιήσουν ακόμα και περιουσίες δολοφονημένων στο όνομα των δολοφόνων τους για να αυξήσουν το κέρδος τους.
Ο Φοντανά, που με τη μελαγχολία και το μυστήριο του Αζόρ, ήθελε ν’ αποτίσει φόρο τιμής και στο Invasión του Hugo Santiago (εξ ου ίσως και η αναφορά στον Μπόρχες), κατορθώνει να εξελίξει την ιστορία του, με προσωπικό και συμπαγή τρόπο, δίνοντας φωνή σε μια εποχή για την οποία ακόμα και σήμερα πολλοί σωπαίνουν, ταυτόχρονα, όμως, πετυχαίνει να αναδείξει και τη διαχρονικότητά της, έτσι όπως επαναλαμβάνεται στην ουσία της, ξανά και ξανά που ίσως να βρίσκεται τελικά στην ίδια την καρδιά της ιστορίας του κόσμου.