(Παιχνίδι με τη φωτιά)
του Lee Chang-dong
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_beoning.jpg

Ένας νεαρός Νοτιο-κορεάτης, επίδοξος συγγραφέας με συγκεχυμένη ταυτότητα κι απροσδιόριστους λογοτεχνικούς και υπαρξιακούς ορίζοντες, σε μια περιπλάνηση χωρίς πυξίδα κι αποσκευές, στα σκοτεινά μυστικά της ζωής, στα χαώδη μυστήρια της ύπαρξης, και στο αίνιγμα της ίδιας του της χώρας. Το σημείο όπου χωρίζονται ο Νότος κι ο Βορράς και διχοτομείται το σώμα της χερσονήσου, είναι και το πλέον πρόσφορο για ακρωτηριασμούς ή εξαφανίσεις ανθρώπινων ζωών. Με τον αντίλαλο της βορειοκορεάτικης προπαγάνδας να διαχέεται, μέσω μεγαφώνων, σε μια φλεγόμενη αχανή ύπαιθρο, το πορφυρό ηλιοβασίλεμα συνδαυλίζει τις εμμονές και τα πάθη, τις υπόγειες πυρακτώσεις, τους πύρινους εφιάλτες, τις αναιδείς προκλήσεις, τη νόσο της αδράνειας και, ως αντίδοτο σε όλα αυτά, την οξύτητα της άλογης δράσης.Την έμμονη αποκάλυψη κι επίδειξη της γυμνότητας του γυναικείου σώματος διαδέχεται η ολική έκλειψή του, ενώ η μοναχικότητα και το φάντασμα του έρωτα οδηγούν στον απόλυτο παροξυσμό και στο έγκλημα. Τα κινηματογραφικά κάδρα φλέγονται, στην κυριολεξία, ενώ ο Μουρακάμι προσκρούει στον Φώκνερ (εντελώς άστοχα, λόγω των άνισων και μη συγκρίσιμων, ούτε κατά διάνοια, μεγεθών τους), με τον ίδιο, ή παρόμοιο τρόπο, με τον οποίο το αγροτικό σαράβαλο του γελαδάρη Γιονγκ-σου έρχεται να συγκρουστεί με την Πόρσε του φραγκάτου πρωτευουσιάνου Μπεν. Η ταινία του Lee Chang-dong υπεισέρχεται σε κεφάλαια, τη θεματική των οποίων ο σύγχρονος ασιατικός κινηματογράφος έχει ήδη προσεγγίσει πολύ προσεκτικά. Λιγότερο θεαματικός ή επιδεικνυόμενος ως προς τα προσόντα του, ελέγχοντας πληρέστερα τις πάνω σε τεντωμένο σχοινί εικαστικές ή αφηγηματικές ισορροπίες, άλλοτε με βαθύ και ανεπιτήδευτο ποιητικό στοχασμό, άλλοτε με έξυπνο και κομψό χιούμορ, πάντοτε κόντρα στο ρεύμα των κινηματογραφικών  συμβάσεων (ο νους μου πάει στους Χου Χσιάο-χσιεν, Γουόνγκ Καρ-γουάι και Χονγκ Σανγκ-σου). Δεν εννοώ ότι ο Lee Chang-dong χειρίζεται ευτελή υλικά, επιδεικνύει όμως τα προτερήματά του με υπέρμετρα βραδυφλεγή ναρκισσισμό, περισσότερο απ’ όσο αντέχουν τα ευαίσθητα θεμέλια του οικοδομήματός του.