(Twenty-Four Eyes)
του Keisuke Kinoshita
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_twenty-four-eyes.jpg

Αριστουργηματικό μελό και αντιπολεμικό μανιφέστο, το «24 Μάτια» σηματοδοτεί και την στροφή του ιαπωνικού σινεμά προς την αναμόχλευση του ζητήματος της συλλογικής ενοχής της ιαπωνικής ψυχής ως προς τη νωπή «ολοκληρωτική κινητοποίηση»  και το πνεύμα του μιλιταρισμού. Ταυτόχρονα καταγράφει την τοποθέτηση της ηθικής της υπευθυνότητας στην εκπαίδευση, καθότι η εποχή μετά τη συνθηκολόγηση ιεραρχεί τη διαδικασία εκμάθησης της «ειρήνης» σε κυρίαρχη πολιτική στόχευση.
Η δεσποινίς Oishi (σε ωραιότατο ρόλο εδώ η σπουδαία Hideko Takamine), δασκάλα δημοτικού, διορίζεται στο μικρό σχολείο ενός απομακρυσμένου νησιού, κατοικημένου από φτωχούς ψαράδες. Το νεωτερικό στοιχείο στην έλευσή της –καταφθάνει με ποδήλατο (ασυνήθιστο θέαμα για το παραδοσιακό χωριό)– είναι οι «κόκκινες» διεθνιστικές ιδέες της. Ως «προοδευτική» η Oishi αναταράσσει τα νερά του παραδοσιακού τρόπου ζωής αφού η διδασκαλία της διαχέεται από ειρηνιστικό περιεχόμενο σε δυσαρμονία με την επικρατούσα ιδεολογία πίστης και καθήκοντος προς στην πατρίδα. (Η κοσμοπολίτικη αντίληψη αποδίδεται με ιδιαίτερη οικονομία από τον στολισμό της αίθουσας διδασκαλίας.)
Το ότι η εκπαίδευση όμως δεν αποδεικνύεται αρκετή μέσω της κοινωνικής διδασκαλίας και πρότυπης συμπεριφοράς της δεσποινίδας Oishi αναδεικνύει και τη δυσκολία αντίστασης σε περιόδους ιδεολογικής ηγεμονίας και κοινωνικο-οικονομικής κρίσης: Τότε, η ανθρωπιστική-ειρηνιστική προσταγή υποτάσσεται στην σιωπή, στην άρνηση της πραγματικότητας και στην παθητικότητα μπροστά στα τραγικά γεγονότα που ακολουθούν. Κορυφώνεται δε με τη διαπίστωση ότι κάποιοι πρώην μαθητές της δεσποινίδας Oishi στο ψαροχώρι της Sadojima σκοτώθηκαν στον πόλεμο.
Στο υποδειγματικό αυτό μελόδραμα η έξοδος από το ειδυλλιακό παιχνίδι της δεσποινίδας Oishi με τα δώδεκα πρωτάκια κάτω από τις ανθισμένες κερασιές (θεολογικό μοτίβο, έξοχα φιλμαρισμένο στα πρώτα λεπτά της ταινίας) μετατρέπεται όχι μόνο σε ιστορική πραγματικότητα αυτοεξορισμού των «πρωτόπλαστων» από τον Κήπο της Εδέμ, αλλά διευρύνεται σε παραβολή για την ανθρώπινη δυστυχία, την τραγωδία της ιστορίας και φυσικά την κάθαρση μέσα από τη συλλογικότητα.
Η ταινία διανύει μια περίοδο από το 1928 μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και προσεγγίζει με άφθονο συναισθηματισμό παράλληλα ζητήματα, όπως αυτό της γήρανσης, της ενοχής και της μετάνοιας. Η κάμερα του Kinoshita υιοθετεί νεορεαλιστικές φόρμες και αναδεικνύει το φυσικό κάλλος σε ευρετική αντιπαραβολή με τη θηριωδία του πολέμου την οποία, ωστόσο, δε βλέπουμε ποτέ. Ακόμα όμως και την προσωπική «τύφλωση» με την προσχώρηση κάποιων μαθητών στον εθνικισμό ο Kinoshita την αποδίδει νατουραλιστικά και με τον απαραίτητο στωικισμό που κατανοεί ότι ακόμα και ο πιο χαρισματικός δάσκαλος δεν μπορεί να αντικαταστήσει την απροσδιοριστία στο ποιές ψυχές θα λοξοδρομήσουν, εφόσον παραδοσιακές αξίες και πόλεμος συλλέγουν, σαν τον θεριστή, την ευάλωτη αθωότητα και την παραδίδουν στα λασπωμένα χαρακώματα ή τις πυρακτωμένες λαμαρίνες. Στα πλαίσια του «ανθρωπιστικού» σινεμά της εξύμνησης της αγνότητας της ψυχής, γενικότερα από τον Kinoshita, το «24 μάτια» (οι δώδεκα μαθητές του θηλυκού «Ιησού») δύσκολα το συναγωνίζεται κάποιος –αυτό άλλωστε το αναγνώρισαν και οι πολέμιοί του από το Νέο Κύμα του 1960 στην Ιαπωνία, όπως ο Ôshima, κι ας στόχευαν στο να το αποκαθηλώσουν.

Σπύρος Γάγγας

Nijûshi no hitomi / Twenty-Four Eyes (Keisuke Kinoshita, Japan, 1955)