(The Human Condition)
του Masaki Kobayashi
Η επιβλητικότερη ταινία ανθρωπισμού στο ιαπωνικό σινεμά, «Η Ανθρώπινη Κατάσταση» τυγχάνει να είναι και η μεγαλύτερη σε διάρκεια (σχεδόν 10 ώρες) στην ιστορία του ιαπωνικού κινηματογράφου. Στο μαραθώνιο μωσαϊκό του σπουδαίου Kobayashi, αποτυπώνεται η ματαίωση του ιδεαλισμού και η διαρκής ταπείνωση του ανθρώπου από τον μιλιταρισμό και τον ολοκληρωτισμό. Ο Kobayashi επιλέγει τον Tatsyua Nakadai (χαρισματικός και χαλκέντερος ηθοποιός, ο καταλληλότερος ίσως για να φέρει εις πέρας την ακύρωση του ιδεαλισμού και τη μετάβαση από την εξιδανίκευση του ιδεώδους στην «πολική» και πολιτική του θραύση) στο ρόλο του Kaji, ενός νιόπαντρου νεαρού σοσιαλιστή, ο οποίος αναλαμβάνει τη θέση του επιθεωρητή στο στρατόπεδο εργασίας του αυτοκρατορικού στρατού ως αντάλλαγμα για την εξαίρεση στρατολόγησής του.
Η πρώτη σκηνή στην Πύλη της Ειρήνης, με το χιονισμένο τοπίο στην πόλη και την κινητοποίηση των ιαπωνικών δυνάμεων, αποκαλύπτει έναν αποσβολωμένο Kaji μαζί με την αρραβωνιαστικιά του Michiko. Η λογομαχία τους (προερχόμενη από την αναποφασιστικότητα του Kaji) θα οδηγήσει στην πρώτη δοκιμασία του ιδεαλισμού του: Από το «φιλί» του Rodin στο φιλί του στην αγαπημένη του πάνω στην καρότσα του κατασκονισμένου φορτηγού που τους μεταφέρει στη Μαντζουρία. Εκεί, ως επιθεωρητής εργασίας, θα συγκρουστεί με τους επιστάτες και την στρατιωτική ηγεσία για το ζήτημα της ανάγκης βελτίωσης των τρισάθλιων συνθηκών εργασίας των Κινέζων αιχμαλώτων στα ορυχεία και τα λατομεία. Οι τελευταίοι λογίζονται ως λάφυρο από τους Ιάπωνες και η μόνη τους επαφή με τη ζωή είναι ο οίκος ανοχής που βρίσκεται εκεί κοντά. Ο Kobayashi κινηματογραφεί τη μοίρα των Κινέζων αιχμαλώτων μέσα από μια αμιγώς χριστιανική σκηνή, ανόδου τους στον αντίστοιχο Γολγοθά. Ανάλογο όμως είναι και το μαρτύριο του Kaji όπου η ταπείνωση συνεχίζεται από τους συμπατριώτες του, αργότερα από τους Κινέζους στους οποίους συμπαραστάθηκε αλληλέγγυα και, τελικώς, από τους Σοβιετικούς των οποίων η βαρβαρότητα, δογματική ιδεολογία και κομματική ιεραρχία δεν διαφέρει καθόλου από τη φεουδαρχική Ιαπωνία. Ο Kaji θα γίνει μάρτυρας βασανισμών, ξυλοδαρμών και εκτελέσεων των εργατών και ο ίδιος θα πιεστεί αφόρητα από τον μαρξιστικό ανθρωπισμό του αλλά και από την αναγκαία προσαρμογή του στο περίβλημα του πατριωτικού καθήκοντος. Αφού χρεώνεται αδίκως μια απόπειρα δραπέτευσης των κρατουμένων, ο Kaji βασανίζεται βάναυσα, αίρεται η εξαίρεσή του από τη στρατιωτική του θητεία και στέλνεται ως νεοσύλλεκτος σε ένα στρατόπεδο κοντά στα σύνορα με την ΕΣΣΔ. Οι μελοδραματικές φόρμες τις οποίες ο Kobayashi δανείζεται από την κινεζική υποκριτική (μεγάλο μέρος των διαλόγων στο πρώτο μέρος είναι στα κινέζικα) κορυφώνονται με το φινάλε της απόλυτης αντίθεσης: της αποχώρησης του Kaji στην αγκαλιά της Michiko στους φαλακρούς αμμόλοφους και τις κατάρες που του εκτοξεύει η χαροκαμένη Κινέζα, της οποίας ο αγαπημένος αποκεφαλίστηκε στην απόδραση-φάρσα, «θύμα» της οποίας ήταν και ο Kaji.
Η μεταφορά της δράσης στα σπλάχνα του μιλιταρισμού επιτρέπει στον Kobayashi να εξελίξει την κριτική της βίας και του αυταρχισμού από τον εξωτερικό εχθρό (τους Κινέζους) στον εσωτερικό υπονομευτή της τάξης και της πειθαρχίας του στρατού. Ο Kaji δεν μετατρέπεται αμέσως σε αρνητή του εσωτερικού παραλογισμού που κυριαρχεί στον στρατό. Τουναντίον μάλιστα. Υπόδειγμα σκοπευτή, οργάνου υπηρεσίας, εκτέλεσης διαταγών, επιχειρεί τη διαμεσολάβηση μεταξύ της αναγκαιότητας της απόκτησης πολεμικών δεξιοτήτων τη δεδομένη ιστορική συγκυρία, συγχρόνως όμως αρνούμενος την ανάξια «στιγμή» του πνεύματος του μιλιταρισμού, της έγερσης του θανάτου στο μέτωπο σε αξία καθεαυτή, την ανοχή του πόνου ως διαδικασία σφυρηλάτησης χαρακτήρα (ο Kaji υφίσταται καρτερικά το θεσμοθετημένο ράπισμα από τους ανωτέρους του και τους παλιούς ως μέθοδο τιμωρίας και ταπείνωσης) και δη ανδρικού, καθώς το καψόνι στους αδύναμους (πχ αυτοί που λιποθύμησαν στην πορεία-βολή) περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, η γελοιοποίησή τους μέσω γυναικείων ρόλων (ιεροδούλων) τους οποίους υποχρεούνται να υποκριθούν στους κοιτώνες.
Ο Kaji μένει πίσω κατά την απόπειρα αυτομόλησης του κομμουνιστή συναδέλφου του προς την γη της επαγγελίας, ΕΣΣΔ. Έτσι, έρχεται για μια ακόμη φορά αντιμέτωπος με την σύγκρουση των ιδεωδών του, ισοσθενή τη δεδομένη στιγμή, δηλαδή, μεταξύ του πατριωτικού καθήκοντος απέναντι στην έφοδο των σοβιετικών αρμάτων και της μάχης του απέναντι στον «εχθρό» -«φίλο», όμως, λόγω της μαρξιστικής του κοσμοθεωρίας. Στις σκηνές μάχης και σφαγής των Ιαπώνων από τα σοβιετικά τανκς ο Kobayashi κάμπτει το μύθευμα της υπεράνθρωπης υπαγωγής του «εγώ» στο συλλογικό «εμείς» της αυτοκρατορικής πατρίδας, δείχνοντας κάποιους Ιάπωνες στρατιώτες να καταρρέουν από τον φόβο την στιγμή της μάχης, να επιλέγουν την φαταλιστική-αλτρουιστική «αυτοκτονία» (αντί της επιβίωσης του ηττημένου ο οποίος αν και ταπεινωμένος είναι πολύτιμος για την οικογένειά του, όπως αντιτάσσει ένας μεσήλικας που επιστρατεύτηκε στον αμούστακο νεαρό που κάνει εθνικιστικό κήρυγμα) ή να κυριεύονται από τρέλα.
Στο τρίτο μέρος, η ιστορία εκτυλίσσεται σε ακόμα πιο εντυπωσιακά πανοραμίκ της αχανούς στέπας κοντά στη Σιβηρία, όπου ο Kobayashi κινηματογραφεί στα πυκνά δάση τις τελευταίες πράξεις της απανθρωπιάς με τους λιγοστούς επιζώντες στρατιώτες αλλά και αμάχους, να αφήνουν την τελευταία τους πνοή από την εξάντληση, τις αρρώστιες και την πείνα. Η συντριβή της εξιδανίκευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού από τον Kaji θα σκάσει με πάταγο στη δική του αντίληψή, όπως με βαρύ γδούπο σκάνε στο οδόστρωμα από τις καρότσες των στρατιωτικών οχημάτων του Κόκκινου Στρατού οι βιασμένες Γιαπωνέζες. Γνωρίζουμε τι συνέβη στη Michiko. Ο Kaji, όμως, όχι. Συνεπώς, η προσταγή «μη κοιτάς» από την ηλικιωμένη γυναίκα προς αυτόν έχει και τη λειτουργία της «άρνησης» να σκεφτεί το συγκεκριμένο κακό ως την κυρίαρχη πιθανότητα για την αγαπημένη του. Στο τελευταίο επεισόδιο στη φάρμα των αγροτών (εδώ ξεπροβάλλουν δύο από τα μεγαλύτερα ονόματα του ιαπωνικού σινεμά, οι πάντα υποδειγματικοί Chishu Ryu και Hideko Takamine) η ουτοπία στο μικρο-επίπεδο της «σχέσης» διατυπώνεται από τα λεγόμενα της μαυροντυμένης γυναίκας για τα βράδια με τους ρώσους στρατιώτες: «η σάρκα ενώνεται με τη σάρκα», ενώ το πρωί αυτοί μετατρέπονται από εραστές σε στρατιώτες. Στον αντίποδα, κυριαρχεί η ολοκληρωτική υπαγωγή της αξιοπρέπειας στο «ρυπαρό», κατά στις σκηνές καψονιού του μισοπεθαμένου στρατιώτη στο βόθρο του εργοστασίου (τρομακτική συνεκδοχή για τους ανάξιους όρους της βιομηχανικής παραγωγής της ΕΣΣΔ) αλλά και την κατάληξη εκεί του βάναυσου επιστάτη από έναν οργισμένο Kaji. Η ψευδής συνείδηση του Kaji αίρεται, όχι όμως δίχως πόνο, αφού τώρα συνειδητοποιεί ότι όρος για τις ανέσεις του με την Michiko ήταν η υπεραλλοτριωμένη εργασία των Κινέζων, η σκλαβιά τους, όπως και η δική του τώρα κάτω από τον σοβιετικό ζυγό.
Ο Kaji εμφανίζεται ως άσπιλος κομιστής των ευγενών αρχών του ιδεαλισμού και η απόδρασή του στην παγωμένη τούντρα σηματοδοτεί τόσο την συντριβή των ιδεωδών του, η οποία έχει συντελεστεί ήδη και με τη συμμετοχή του στις φονικές μάχες, αλλά και την συμβολική τους επικύρωση μέσα από τη «θυσία» του. Πρόκειται ίσως για την πιο χαρακτηριστική κινηματογραφική αποτύπωση της αξίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ως «ορθοπεδία» (Ernst Bloch) στην ιστορία του σινεμά. «Όλο αυτό το περπάτημα, είναι άραγε χάσιμο χρόνου;» Αυτό αναρωτιέται ο Kaji και σε αυτή τη μεταφυσική απορία συμπυκνώνεται η φυσικοδικαϊκή αξιολογία του εξάτομου μυθιστορήματος του Junpei Gomikawa, το οποίο ο Kobayashi μετατρέπει σε κινηματογραφικό επίτευγμα ηθικο-αισθητικής διατριβής της «κατάστασης του να είσαι άνθρωπος». Με το «περπάτημα» να λογίζεται ως «ορθοπεδία» (αξιοπρέπεια) και τον χρόνο για τον οποίο αγωνιά ο Kaji να σηματοδοτεί, ως «χάσιμο», την ματαιότητα της ουτοπίας της αξιοπρέπειας, η Ιστορία, στην τραγικότητά της, πορεύεται, ως μη όφειλε, όπως μονολογεί ο Kaji, μέσα από την συντριβή «πραγματικών», με σάρκα και οστά, ανθρώπων στο σφαγείο της πάλης, έτσι ώστε να σταθεί στα πόδια του το συλλογικό, και Πλανητικό πια, «Υποκείμενο». Αυτή τη μεταφυσική του «όχι ακόμη» νομίζω ότι αντιπροσωπεύει ο Kaji.
Τριλογία-μνημείο της πάλης του Ανθρώπου με τον «Θυμό» του, ανάγλυφο και παραστατικό, όπως το γλυπτό στους αρχικούς τίτλους κάθε ενότητας σε αυτό το ειρηνιστικό έπος του κινηματογράφου.
Σπύρος Γάγγας
Ningen no jôken / The Human Condition (Masaki Kobayashi, Japan, 1959-1961)