(One Wonderful Sunday)
του Akira Kurosawa
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_one-wonderul-sunday.jpg

Θαυμάσιο, αν και στοχοποιημένο, μελό από την πρώιμη περίοδο του κορυφαίου Akira Kurosawa το οποίο συνδυάζει τα μοντέλα μελοδράματος ενός Frank Capra, επεκτείνοντας, ωστόσο, την κινηματογραφική φόρμα και προϊδεάζοντας το κοινό για τα μεγάλα αριστουργήματα που θα ακολουθούσαν έως και σαράντα χρόνια μετά.
Στο κατεστραμμένο Τόκυο, όπου η φτώχεια συνθλίβει όνειρα και η ανερχόμενη κοινωνική τάξη εκσυγχρονίζεται, δίχως όμως να μειώνεται η ένταση των συνεπειών (υλικών και ηθικών) της ανισότητας για όσους την υφίστανται, ο Yuzo και η Masako (εξαιρετική η Chieko Nakakita) προσπαθούν να διασώσουν όχι μόνο τον έρωτά τους, αλλά και την ίδια την αξιοπρέπεια  μέσα από τη δυνατότητα της ονειροπόλησης. Εργαζόμενοι και οι δυο τους αλλά με πενιχρές αμοιβές όμως προσπαθούν κάθε Κυριακή που ανταμώνουν να διαθέσουν τα λιγοστά γιέν για ταπεινές ηδονές: ένας καφές (όχι au lait όμως διότι δεν επαρκούν τα χρήματα) ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια συναυλία σε θέσεις β’ ζώνης, της «ημιτελούς συμφωνίας» του Franz Schubert.
Από το πρώτο πλάνο συνάντησής τους ο Kurosawa αποτυπώνει σε αξιοζήλευτη γεωμετρία την κοινωνική πίεση στα άτομα. Ο στατικός Yuzo λιμπίζεται ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο που σιγοσβήνει στο πεζοδρόμιο, ευχόμενος σιωπηλά να μην ποδοπατηθεί από τους διερχόμενους προκειμένου να το γευθεί, ενώ, σε αντίθεση με την ‘κάθετη’ οπτική της αναξιοπρέπειας, το πρόσωπο της Masako που λαχταρά να τον συναντήσει συμπιέζεται σε οριζόντια κίνηση στο κάδρο στο τζάμι του βαγονιού από τον συνωστισμό που επικρατεί. Παρόμοια λήψη για την κοινωνική κατάσταση (και για το προς τα πού, ενδεχομένως, οδεύει η Masako) μας δίνει ο Kurosawa στα μέσα της αφήγησης με την παραπαίουσα από μέθη πόρνη και τα χνώτα της να αποτυπώνονται στο τζάμι του πορνείου-κλαμπ που επισκέπτεται ο Yuzo σε μια φρούδα προσπάθεια να αξιοποιήσει μια παλιά γνωριμία του από τον στρατό.
Το δίπολο ρεαλισμού-ονειροπόλησης (ελπίδας) (από τους Yuzo και Masako αντίστοιχα) θα χρησιμοποιήσει δραματουργικά ο Kurosawa, αξιοποιώντας τις στιγμές έντασης μεταξύ των άκρων (στην απελπισία, δηλαδή), όπως και αυτές κάμψης του δυϊσμού, όταν, δηλαδή, μια αχτίδα φωτός μεταμορφώνει το πρόσωπο  στον υπαρξιακά σκυθρωπό Yuzo.
Θα ήταν σφάλμα να περιοριστεί η ερμηνεία στην όντως τονισμένη υπαρξιακή διάσταση του δράματος (η οποία, άλλωστε, χαρακτηρίζει εξ ολοκλήρου το έργο του Kurosawa) εις βάρος της κοινωνιολογικής. Εδώ, κάνει θαύματα ο Kurosawa με υποδειγματική οικονομία αφήγησης αλλά με αδιαμφισβήτητο το κοινωνικό μήνυμα. Έτσι, το τρύπιο παπούτσι παραπέμπει στο έργο ενός Adam Smith και στους ηθικούς προβληματισμούς του περί διασφάλισης των αξιοπρεπών όρων εμφάνισης στο δημόσιο βίο (εξαίρετη υπενθύμιση κλασικής πολιτικής οικονομίας με κανονιστικό πρόσημο), όπως ανάλογη παραπομπή διακρίνει και το επαγγελματικό όνειρο των δύο νέων για τη δημιουργία του «Καφέ Υάκινθος: Καφές για τον Καθένα» όπου η αξιακή αρχή θα είναι υψηλός όγκος παραγωγής αλλά με χαμηλά όρια κέρδους. Για τον Yuzo, «ο καλός καφές θα είναι η ανταμοιβή μου!» (άλλη εκούσια [;] αναφορά στον Adam Smith και στην επαγγελματική φήμη ως κριτήριο επιχειρηματικότητας, άρα και ως κοινωνικά χρήσιμη υπεράνω της υπαγωγής της στη λογική της αγοράς).
Η έντονη βροχόπτωση δεν θα μεταπείσει τους δύο νέους στην απόφαση τους να παρακολουθήσουν την συναυλία (ασύλληπτο το travelling, για αρκετά δευτερόλεπτα σε αυτή τη σκηνή). Όταν όμως φθάσουν στο ταμείο θα διαπιστώσουν ότι όλα τα εισητήρια β’ ζώνης εξαντλήθηκαν αφού τα αγόρασαν οι μαυραγορίτες. Ο Yuzo ξυλοκοπείται μπροστά στα μάτια της Masako και ο Kurosawa απογειώνει την τέχνη ελέγχου της δραματουργικής κορύφωσης στην σκηνή του σιωπηλού και ακίνητου Yuzo στο καμαράκι του να συλλογίζεται την αυτοκτονία υπό το βλέμμα της ανήμπορης να αντιδράσει Masako.
Το ζεύγος, έχοντας ταρακουνηθεί από ένα χαμίνι (ή μήπως δαίμονας της επίδρασης της ραδιενέργειας;), θα ονειροπολήσει το βράδυ στα χαλάσματα και θα φανταστεί τη δημιουργία του «Καφέ Υάκινθος». Σε μια τολμηρότατη, για τα δεδομένα της εποχής, κινηματογραφική πρωτοβουλία ο Kurosawa θα τους τοποθετήσει σε ένα υπαίθριο συναυλιακό χώρο με τον Yuzo σε ρόλο μαέστρου προς τιμήν της Masako. Στην επαναλαμβανόμενη αδυναμία να «εκτελέσει», παρεμβαίνει η Masako η οποία «σπάει» τον «τέταρτο τοίχο» (το χώρισμα που διαφοροποιεί το κοινό από τη δράση στη σκηνή) και απευθύνεται στο κοινό ζητώντας να χειροκροτήσουν. Δεν είναι όμως ξεκάθαρο ότι πρόκειται για μετα-κινηματογραφική χειρονομία, αφού ήδη η «παράσταση» θα δοθεί με «φανταστική» ορχήστρα και φανταστικό ήχο της μουσικής. Ενδέχεται, δηλαδή, η πολυσυζητημένη υπέρβαση του κινηματογραφικού ταμπού να έλκεται προς τη «διηγητική» (ό,τι λαμβάνει χώρα εντός κάδρου και έχει λογική σχέση με την εμπειρία των χαρακτήρων) της αιτία (δηλαδή, το εξίσου «φανταστικό» κοινό στα διαζώματα του θεάτρου). Αυτή είναι και η «ανάσταση» του «νεκρού» Yuzo με τον Kurosawa να απελευθερώνει ηχητικά (μη-διηγητικά, όμως, αφού ορχήστρα δεν υπάρχει) τη μουσική του Schubert.
Εξαίρετη ταινία στο πρώιμο έργο του Kurosawa για την σημασία της «ονειροπόλησης» (στον μεγάλο Ernst Bloch, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ελπίδα της ουτοπίας, όπως και εδώ) και από τις λίγες, όπου σύμμαχος της ελπίδας είναι η ανόρθωση μέσα από την μουσική (δηλαδή, του αισθητικού στοιχείου.)
Σπύρος Γάγγας

Subarashiki Nichiyōbi / One Wonderful Sunday (Akira Kurosawa, Japan, 1947)