(Ο άνεμος θα μας πάρει)
του Abbas Kiarostami
the-wind-will-carry-us.jpg

Ένα τζιπάκι κατευθύνεται στο Σια Νταρέχ, ένα χωριουδάκι κάπου στο ιρανικό Κουρδιστάν. Το ταξίδι είναι μακρινό και δύσκολο. Οι ταξιδιώτες-ένα τηλεοπτικό συνεργείο- έχουν ως σκοπό να καταγράψουν μια παραδοσιακή κηδεία, την τελετουργία του πένθους και το μοιρολόι αμέσως μετά τον επικείμενο θάνατο μιας γυναίκας εκατό ετών. Όταν φτάνουν στον προορισμό τους, ο Μπεχζάντ, επικεφαλής της ομάδας,  λέει στον εντεκάχρονο Φορζάντ, ένα παιδί του χωριού που τους περιμένει και αναλαμβάνει να τους εξυπηρετεί και να τους  ενημερώνει για την πορεία της υγείας της υπέργηρης γυναίκας, ότι εάν να τον ρωτήσουν οι συγχωριανοί του τι θέλουν εκεί, να τους  πει ότι ψάχνουν κάποιο χαμένο θησαυρό. Όμως, η ετοιμοθάνατη, γυναίκα δε λέει να πεθάνει, και στις μέρες που ακολουθούν, παρακολουθούμε τον Μπεχζάντ, ο οποίος περιμένοντας να  συμβεί το μοιραίο, περιπλανιέται άσκοπα, ενώ η ζωή  στο χωριό συνεχίζεται αδιατάρακτα με τους κανονικούς της ρυθμούς. Κάποια στιγμή οι υπόλοιποι  του συνεργείου αποχωρούν και ο επικεφαλής μένει μόνος. Ο Μπεχζάντ, άνθρωπος της πόλης αδιάφορος και υπερόπτης, προσπαθεί βαριεστημένα να επικοινωνήσει με τους ντόπιους, χωρίς ουσιαστικά να νοιάζεται πραγματικά γι’ αυτό. Επιπλέον, συνεχή τηλεφωνήματα στο κινητό του τον αναγκάζουν να διασχίζει το χωριό προκειμένου να φτάσει στην κορυφή ενός λόφου, όπου βρίσκεται το νεκροταφείο και είναι το μοναδικό σημείο που έχει σήμα. Εκεί, πιάνει κουβέντα μ’ έναν άνθρωπο που σκάβει μια βαθιά τρύπα στο χώμα και  τον οποίο δεν βλέπει ποτέ. Ένα πρωί ανακαλύπτει πως ένας όγκος από χώμα έχει πλακώσει τον άνθρωπο που σκάβει. Τρέχει στο χωριό για βοήθεια και παραχωρεί το τζιπ για να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Έχοντας μείνει μόνος στην κορυφή του λόφου, ζητά από έναν ηλικιωμένο άνδρα που είναι γιατρός και  περνά με το μηχανάκι του να τον πάρει από κει. Ο Μπεχζάντ συνομιλώντας μαζί του, για πρώτη φορά βλέπει πραγματικά την ομορφιά του τοπίου και μαγεύεται. Ο γερο-γιατρός του απαγγέλλει ποιήματα και του λέει ότι ο άνθρωπος πρέπει να κυνηγά τη στιγμή, να ζει μέρα με τη μέρα, να απολαμβάνει την ομορφιά της ζωής και της φύσης και να μην νοιάζεται για τον θάνατο, αφού τίποτα δεν πεθαίνει, καθώς τα πάντα μετασχηματίζονται σε κάτι άλλο. Ένας πνευματικός και ηθικός επαναπροσανατολισμός συντελείται στο εσωτερικό του Μπεχζάντ
Λέει ο Αμπάς Κιαροστάμ/Abbas Kiarostami: «…Από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου εκεί, κατάλαβα ότι αυτό ήταν το μέρος που έψαχνα. Μου πήρε δύο χρόνια για να το βρω. Είχα ταξιδέψει σ’ όλες τις επαρχίες του Ιράν, εκτός από το Κουρδιστάν και ήμουν πολύ περίεργος να δω αυτό που για μένα ήταν μονάχα μια λέξη πάνω στο χάρτη. Εντυπωσιάστηκα όχι μονάχα από το εκπληκτικό σε ομορφιά τοπίο, αλλά και από τη ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής μέσα στην οποία ζούσαν οι άνθρωποι. Δεν είχαν ιδέα τι ήταν ο κινηματογράφος και το μόνο που έκαναν ήταν να εργάζονται-αδιάκοπα. Αντιμετωπίσαμε πολλές δυσκολίες για να τους πείσουμε ν’ αφήσουν, έστω και για λίγο, τη δουλειά στα χωράφια για να ‘’παίξουν’’ στην ταινία… Δεν μπορούσα να διευθύνω τους ‘’ηθοποιούς’’ όπως ήθελα, γιατί ο καθένας σκεφτόταν τις γεωργικές ασχολίες του, τις οποίες θεωρούσε πολύ πιο σημαντικές από τα γυρίσματα. Απ΄ την άλλη μεριά βέβαια, υπήρχε το πλεονέκτημα ότι κανείς δεν νοιαζόταν για την παρουσία της κινηματογραφικής κάμερας. Ήταν όλοι άνετοι και ήρεμοι…»  

Σκηνοθεσία: Αμπάς Κιαροστάμι, (Ιράν-Γαλλία 1999)
(Mεγάλο Ειδικό βραβείο της Επιτροπής Φεστιβάλ Βενετίας & Βραβείο της Fipresci)

(δ.τ.)