Ένας άντρας στα τριανταπέντε του, ο ο Lawrence, με επιτυχημένη επαγγελματική ζωή και μια παθιασμένη ερωτική σχέση, αποφασίζει να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του σα γυναίκα. Αυτό που για τους άλλους αποτελεί αλλόκοτη μεταμόρφωση για τον ίδιο είναι θέμα επιβίωσης. Τη σχέση του ανθρώπου αυτού με το φιλικό και οικογενειακό του περιβάλλον αλλά κυρίως με τη γυναίκα της ζωής του παρακολουθεί η ταινία. Γιατί ο Lawrence παραμένει εσωτερικά ο ίδιος. Αλλάζει εικόνα αλλά παραμένει το ίδιο τρελά ερωτευμένος με τη γυναίκα αυτή.
Το Lawrence Anyways ξεκινάει με μια αινιγματική εισαγωγική σκηνή, που αποκαλύπτει τα μυστικά της λίγο πριν το τέλος. Ηλεκτρισμένη, ρευστή ατμόσφαιρα. Μια διάχυτη ανησυχία για κάτι αβέβαιο που ενισχύεται από την κρυμμένη ένταση της μουσικής που τη συνοδεύει. Το κύριο πρόσωπο της σκηνής παραμένει αθέατο. Αυτό που βλέπει ο θεατής είναι τις αντιδράσεις που γεννάει στο περιβάλλον γύρω του, στην πορεία μιας αργής και ομιχλώδους διαδρομής. Μια θυελλώδη διαδρομή παρακολουθεί και η ταινία. Τη μετάβαση του ήρωα από μια κατάσταση σε μια άλλη κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας. Μέσα από συνεχή flash back και με συνδετικό κρίκο μια συνέντευξη.
Ο Dolan τοποθετεί την ιστορία του στο Μόντρεαλ των αρχών του 90. Μια εποχή μεταβατική, όπου η κοινωνία-τουλάχιστον αυτή των καλλιτεχνών και διανοούμενων- φαίνεται ανοιχτή στην αμφισβήτηση παραδοσιακών κοινωνικών μοντέλων. «Το όριο είναι ο ουρανός», λέει χαρακτηριστικά η φίλη του ήρωα, στην προσπάθειά της να τονίσει την ανεκτικότητα της γενιάς της. Η ηρωίδα, στην οποία ο σκηνοθέτης εστιάζει ίσως περισσότερο κι απ’ τον Lawrence, είναι το πρόσωπο που κινεί τα νήματα της αφήγησης. Ο ενθουσιασμός, τα πάθη, οι ψυχικές μεταπτώσεις και οι αποφάσεις της κατευθύνουν τη σχέση και την ιστορία. Δίνοντας της συνεχώς διαφορετική τροπή.
Η περιπέτεια του βλέμματος
Το Lawrence Anyways ξεκινάει σαν μια ταινία για την περιπέτεια των βλεμμάτων. Αυτών που ακολουθούν, παρατηρούν, τρομάζουν, δραπετεύουν. Αποδέχονται ή απορρίπτουν. Για την έκθεση του διαφορετικού στα βλέμματα αυτά. Αυτάρεσκη προβολή ή ζωτική ανάγκη για ελευθερία της καταπιεσμένης ύπαρξης; Ή απλά επανάσταση, όπως δηλώνει ρητά ο ήρωας; Γρήγορα εξελίσσεται σε μια ταινία για την περιπέτεια του έρωτα, του αιώνιου, του ουτοπικού. Ενός έρωτα που δοκιμάζεται από μια ασυνήθιστη μετάβαση. Παράλογη, μη κανονική. Για το ταξίδι που διανύει από το έμφυλο στο άφυλο, στο υπερβατικό. Για τον παθιασμένο αγώνα του να κρατηθεί ζωντανός, πέρα από ταυτότητες και κοινωνικά ταμπού. Κλείνει όμως και με μια έντονη επίγευση για το δικαίωμα στην έσχατη διαφορετικότητα. Τη διεκδίκηση του δικαιώματος να παραμείνει κάποιος εντός της κοινότητας, όντας διαφορετικός. «Ecco Homo» ( Ιδού ο Άνθρωπος), θα γράψει ο ήρωας πριν εξοστρακιστεί από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Και είναι ο ίδιος άνθρωπος που στο τέλος της ταινίας, σε μια από τις πιο ποιητικές σκηνές, ακολουθεί το δικό του μοναχικό δρόμο, με αποφασιστικότητα αλλά και κάποια αιωρούμενη αβεβαιότητα. Χωρίς όμως ίχνος μετάνοιας.
Ένας χείμαρρος εικόνων
Η ταινία μοιάζει περισσότερο με έναν αυθόρμητο χείμαρρο αισθήσεων και συναισθημάτων. Είναι όμως σκηνοθετημένη με ακρίβεια και, παρά τις όποιες αφηγηματικές ελλείψεις ή κενά, κουβαλάει με συνέπεια τον προβληματισμό της ως το τέλος. Πόσο πρόθυμοι είναι τελικά οι άνθρωποι να αναθεωρήσουν τους φυλετικούς τους ρόλους και να ακολουθήσουν νέα μοντέλα συμβίωσης κόντρα στο ρεύμα και την ατομική λογική; Να επαναπροσδιορίσουν τις ανάγκες τους και να δοθούν σε μια αληθινή, μη εγωιστική αγάπη;
Γοητευτική κατασκευή επικών διαστάσεων, όπου αποθεώνoνται το στυλ και οι τέχνες της εικόνας, το Lawrence Anyways θα μπορούσε εύκολα να θεωρηθεί ότι χαρακτηρίζεται από μια σχεδόν φετιχιστική λατρεία της εικόνας. Με μια αισθητική που παραπέμπει συχνά σε videoclip και τη διαδοχή τεχνικά άψογων παρατεταμένων σεκάνς, ο Xavier Dolan δημιουργεί ένα πανέμορφο, άκρως επιτηδευμένο κινηματογραφικό τοπίο, στο οποίο τα σκηνικά, οι φωτισμοί και τα συμπληρωματικά χρώματα φαίνεται να πρωταγωνιστούν. Ένα τοπίο που φορτίζεται συναισθηματικά από μια χαοτική αλλά ενδιαφέρουσα ανάμειξη ετερόκλητων μουσικών ειδών, που ακολουθούν τη δυναμική της εικόνας και τη διάθεση της κινηματογραφικής στιγμής. Και η οποία συνάδει με τον εκλεκτικισμό και τη ρετρό διάθεση της ταινίας. Ωστόσο, πέρα από την οποιαδήποτε στιλιστική εμμονή και την πληθώρα εντυπώσεων, που παραπέμπουν άλλοτε στην υπερβολή του Αlmodovar και άλλοτε στον εκλεπτυσμένο αισθητισμό του Wong Kar-wai, ο Dolan στην τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του επιδιώκει κάτι πολύ πιο φιλόδοξο. Να δημιουργήσει ένα έργο- κατάθεση, τόσο ως προς τη φόρμα όσο και ως προς το περιεχόμενο.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]