(Έιτζανάικα)
του Shohei Imamura
1866. Ο Γκέντζι επιστρέφει στο χωριό του, από την Αμερική, όπου είχε πάει μετανάστης και αναζητά την γυναίκα του, Ίνο. Προς μεγάλη του έκπληξη μαθαίνει ότι έχει πουληθεί σαν πόρνη και βρίσκεται στη κακόφημη συνοικία του Έντο. Αναζητώντας την και συναναστρεφόμενος με τα πρόσωπα που ζουν στη συνοικία, θα ζήσει τη γεμάτη εντάσεις ατμόσφαιρά της. Αποκορύφωμα όλων είναι η παρέλάση της Έι-τζα-νάι-κα («Γιατί όχι;») και η μετατροπή της σε μία μορφή λαϊκής εξέγερσης.
Αν κάτι συνιστά τη σκηνοθετική ιδιαιτερότητα του Shohei Imamura (Σοχέι Ιμαμούρα) αυτή σίγουρα είναι η εμμονή του να εστιάζει στα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας, αλλά και στα ταπεινότερα ένστικτα ή εκδοχές του ανθρώπινου βίου: «μ’ ενδιαφέρει η σχέση ανάμεσα στα χαμηλότερα μέρη του ανθρώπινου σώματος και στα χαμηλότερα μέρη της ιαπωνικής κοινωνίας», είναι η εμβληματικότερη των δηλώσεών του.
Γυρισμένη το 1981, η ταινία είναι μια πινακοθήκη χαρακτήρων που ζουν στο περιθώριο, ένα πολύχρωμο πανόραμα, η τοιχογραφία μιας κοινωνικής τάξης που βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο μιας φεουδαρχικής ιεραρχικής κοινωνίας, όπως ήταν η Ιαπωνία πριν την περίοδο Meiji Ishin.
Θορυβώδης και πολύχρωμη, μεγαλειώδης και γκροτέσκα, χυδαία, ασεβής και πρόστυχη, η ταινία δεν αναζητά καμία αρμονία, καμία ισορροπία. Χαώδης, άτακτη και ακατάτακτη, η σκηνοθεσία εκρήγνυται με τον πιο πανηγυρικό τρόπο. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους ήρωές της, στο οργιαστικό, αλλά εντέλει τραγικό τέλος.
Δ.Μ.