Με φόντο μία από τις πιο σκληρές απεικονίσεις της άγριας καπιταλιστικής κοινωνίας και με εμφανείς αναφορές σε θέματα συνείδησης καθώς και στην αρχετυπική σχέση μητέρας-γιου, ο Κορεάτης σκηνοθέτης Kim Ki-duk στην ταινία Pieta συγκεντρώνει τα βασικά μοτίβα του κινηματογραφικού του έργου.
Ένα εξαθλιωμένο σκηνικό τοπίο, μια παρηκμασμένη συνοικία της Σεούλ είναι ο χώρος στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία. Μια σειρά από παροπλισμένα εργαστήρια μετάλλων, μισογκρεμισμένα συνεργεία, δαιδαλώδη πνιγηρά στενά που αποπνέουν θάνατο και εγκατάλειψη, περιμένουν την τελική τους κατεδάφιση λίγο πριν την ανοικοδόμηση πολυκατοικιών. Κρυμμένοι στο σκοτάδι ανάμεσα στις μηχανές τους οι ελάχιστοι εναπομείναντες εργάτες περιμένουν κι αυτοί τον αδίστακτο εκτελεστή που θα παρατείνει με πολύ ακριβό αντίτιμο τη μαρτυρική τους επιβίωση. Θύματα μιας αισχρής τοκογλυφίας δέχονται τον ακρωτηριασμό τους από τις ίδιες τους τις μηχανές, προκειμένου να αποπληρώσουν με τα ασφάλιστρα τα υπερτιμημένα δάνεια. Κάποιοι καταφεύγουν στην αυτοκτονία δίνοντας ένα γρήγορο τέλος στην παρατεταμένη απόγνωση.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον ο πόνος που προκαλεί η ανελέητη βία, σωματικός και ψυχικός, συνιστά σταθερό σημείο αναφοράς, αφετηρία και κατάληξη της κινηματογραφικής αφήγησης. Και το Κακό, που ενδημεί στις ταινίες του Kim Ki-duk, είναι καθορισμένο από την αρχή στο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα. Ενός τριαντάχρονου άντρα που με σαδισμό και κτηνώδη απάθεια επιδίδεται στο απάνθρωπο έργο του. Χωρίς την παραμικρή ένδειξη οίκτου το μοναδικό συναίσθημα που εκφράζει είναι η απέχθεια για τα ανεύθυνα θύματά του. Μέχρι τη στιγμή που μια μυστηριώδης γυναίκα θα εισβάλει στη μοναχική ζωή του ισχυριζόμενη ότι είναι η μητέρα που τον εγκατέλειψε μετά τη γέννησή του. Στις ταπεινωτικές δοκιμασίες που υποβάλλεται από το νεαρό άντρα η γυναίκα δεν έχει να επιδείξει παρά μόνο συμπόνια και εγκαρτέρηση ως δείγματα μιας μεταμέλειας μητρικής.
Μια δυναμική οπτική αντιπαράθεση διατρέχει από το σημείο αυτό τον κορμό του έργου. Η βαθιά λύπη και η μελαγχολία που αντανακλώνται στο πρόσωπο της «μητέρας» αποπνέουν έναν ποιητικό τόνο και λειτουργούν αντιστικτικά με τη σκληρότητα και κυνικότητα του ανδρικού πορτρέτου. Η επίμονη , μαρτυρική σχεδόν προσφορά της υφαίνει σταδιακά ένα πρωτόγνωρο δεσμό σύνδεσης και συναισθηματικής εξάρτησης του γιου από τη μάνα, που εκτοπίζει τη σκαιότητα και την απόρριψη, κάνει ευάλωτη την καρδιά του κτήνους, την εξανθρωπίζει. Η αντιστροφή των ρόλων θύτη- θύματος, γνωστή κι από προηγούμενες ταινίες του Κορεάτη δημιουργού, έχει ήδη ξεκινήσει. Τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν θέτουν απλά σε λειτουργία μια πορεία που θα οδηγήσει στην εξιλέωση και την τελική λύτρωση. Και αυτή η πορεία θα είναι και η πιο μαρτυρική.
Η ταινία, ενδεδυμένη με το ένδυμα της χριστιανικής θρησκευτικότητας -που ενισχύεται από τον τίτλο της και τη δραματική απεικόνιση της Παναγίας του Ελέους του Μιχαήλ Άγγελου στην αφίσα της- θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί μια αλλόκοτη και βίαιη ιστορία εκδίκησης από αυτές που μας έχει συνηθίσει ο σύγχρονος κορεάτικος κινηματογράφος. Απογυμνωμένη ωστόσο από την προκλητική έκθεση και υπερβολή και με μια τάση προς την αφαίρεση συγχωνεύει τις πιο ακραίες καταστάσεις αιωρούμενη ανάμεσα στην αγριότητα και την τρυφερότητα. Στην ταινία επανέρχονται εκτός από το μοτίβο της τιμωρίας-εκδίκησης αρκετά από τα βασικά στοιχεία της κινηματογραφικής μυθολογίας του Kim Ki-duk: το αρχικό μίσος και η βία, η αμαρτία και η αφύπνιση της ενοχής, η μετάνοια και η εξιλέωση μέσω της αυτοτιμωρίας. Παράλληλα η ταινία λειτουργεί και ως σκοτεινή μεταφορά της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Σε ένα πραγματικό κολαστήριο επί της γης ο ανελέητος διάβολος της κερδοσκοπίας και του χρήματος, «της αρχής και του τέλους όλων των πραγμάτων», σκορπάει στο πέρασμά του τον πόνο και το θάνατο. Η μορφή της μητέρας θα γίνει ο άγγελος- εκδικητής που, αν και συμπάσχει μαζί του, δε θα του χαρίσει τη συγχώρεση, αλλά θα τον τιμωρήσει για την ύβρη του με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Σαν μια πράξη ελέους ωστόσο θα του ανοίξει το δρόμο προς τον εξαγνισμό και την κάθαρση, η οποία ολοκληρώνεται με τον πιο λυρικό τρόπο στην εξαιρετική σκηνή του τέλους.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]