Βασισμένη στην αυτοβιογραφία της Νεοζηλανδής συγγραφέα Janet Frame, η ταινία της Jane Campion είναι μια απόπειρα (με ευτυχή κατάληξη) για τη συγκρότηση ενός γυναικείου λόγου στον κινηματογράφο. Ενός λόγου που εκφέρεται από γυναίκες, έχει ως αντικείμενο τη γυναικεία προσωπικότητα -αλλά δεν απευθύνεται μόνο σε γυναίκες.
Μια σύγκρουση διαρκώς υπονοείται στην αφηγηματική γραμμή της ταινίας: ανάμεσα σ' ένα ανδρικό βλέμμα, που κοιτάζει το γυναικείο πρόσωπο, και σ' ένα "εκ βαθέων" λόγο για τα μυστήρια και τα μυστικά της γυναικείας ψυχής. Μελαγχολία, μοναχικότητα, αιδημοσύνη και δυσκολία στις σχέσεις της με τους άλλους χαρακτηρίζουν την ηρωίδα: και είναι αυτά που ερμηνεύονται από τον ανδρικό λόγο ως ενδείξεις κάποιας ψυχικής νόσου (σχιζοφρένειας). Ακολουθώντας τα χνάρια της ζωής της ηρωίδας, η σκηνοθέτις στέκεται στην δύσκολη εφηβική ηλικία, στα μαρτύρια του εγκλεισμού της σε ψυχιατρικό ίδρυμα και τέλος στη ψυχική της απελευθέρωση. Αν αναζητήσει κάποιος την αιτία για τα μαρτύρια της ηρωίδας, θα πρέπει λιγότερο να μείνει στην περίπτωση ενός ιατρικού "λάθους". Θα πρέπει μάλλον εστιάσει την προσοχή του στην αδυναμία μιας ορθολογικά οργανωμένης κοινωνίας να κατανοήσει το διαφορετικό, να συνδιαλεχθεί με τον Άλλον (που στην προκείμενη περίπτωση είναι η Γυναίκα).
Πέρα, όμως, από ένα γυναικείο πορτραίτο -σχεδιασμένο με λεπτομέρεια και ευαισθησία-, ο θεατής μπορεί να αναγνωρίσει στην ταινία και κάτι άλλο: τα μαρτύρια και οι αγωνίες της δημιουργίας, αυτό είναι το τίμημα που πληρώνεται στο ταμείο της γυναικείας ψυχής για να συγκροτηθεί ένας "εκ βαθέων" γυναικείος λόγος.
Δημήτρης Μπάμπας