του Michel Franco
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
Πριν να κάνω την ταινία, είχα διστάσει να πω ότι δούλευα πάνω σε μια «σπουδή για τη βία» από φόβο ότι θα ακουγόμουν πολύ φιλόδοξος. Αλλά τώρα που τελείωσε η ταινία, πιστεύω ότι είναι ακριβώς αυτό: μια μελέτη της βίας σε όλες τις μορφές της. Υπάρχει παντού, και όχι μόνο στον τραμπουκισμό. Υπάρχει στον δρόμο, υπάρχει στο εργασιακό περιβάλλον του πατέρα. Ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνούν ο πατέρας με την κόρη – ή αποτυγχάνουν να επικοινωνήσουν- καταλήγει να είναι ένα είδος βίας. Είναι σημαντικό για μένα ότι κρατήσαμε τα περισσότερα πραγματικά σκληρά στοιχεία εκτός κάδρου, και έτσι αποφύγαμε τον εντυπωσιασμό και διατηρήθηκε η απόσταση από αυτό που βλέπουμε. Αυτό που έχει σημασία για τους χαρακτήρες είναι η συναισθηματική ανταπόκριση στη βία και το αντίκτυπο που έχει στις σχέσεις τους.
Στο Μεξικό, περνάμε ένα είδος εμφύλιου πολέμου, οπότε δεν είναι παράξενο ότι κατέληξα να γράφω κάτι σαν αυτό – συνέβη με ένα πολύ φυσικό τρόπο, γιατί ζω σε μια πολύ βίαιη χώρα. Αλλά φαντάζομαι ότι αυτό συμβαίνει παντού. Βλέπεις κάτι τέτοιο να συμβαίνει στη Νορβηγία, στην Αμερική, παντού.
Το «Μετά τη Λουτσία»/ Después de Lucía είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μου μετά το “Daniel and Ana” και παρόλο που η εμπειρία μου είναι περιορισμένη, μου επιτρέπει να πω ότι το πιο ενδιαφέρον πράγμα σε ένα φιλμ δεν είναι αυτό που ο σκηνοθέτης έψαχνε να βρει αρχικά. Αντίθετα, είναι αυτό που ανακαλύπτει σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Είμαι συνεχώς στο ψάξιμο, προσπαθώντας να εμφυσήσω ζωή στα θέματα που με απασχολούν και με κάποια τύχη να δημιουργήσω κάτι αληθινό.
Το «Μετά τη Λουτσία» προέρχεται από δύο αφετηρίες:
Η πρώτη αφετηρία είναι μια ερώτηση: Τι συμβαίνει όταν, κυριευμένοι από την άρνηση του πένθους για τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, ξεχνάμε να δώσουμε την απαιτούμενη προσοχή σε αυτούς που μένουν πίσω; Έχω αναρωτηθεί για αυτό από τότε που ήμουν παιδί, όταν γνώρισα κάποιον που δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το πένθος του. Για αυτόν αυτός ο θάνατος ήταν πανταχού παρών και αμέλησε τα πάντα γύρω του. Αυτό είχε μια τεράστια επίδραση πάνω μου.
Η δεύτερη αφετηρία είναι μια συνάντηση: Συνάντησα έναν έφηβο που, για πάνω από ένα χρόνο, υπέφερε από σωματική και ψυχολογική κακοποίηση στο σχολείο. Μου ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβω πως θα μπορούσε να προκύπτει τόση επιθετικότητα από τους συμμαθητές του: γιατί αυτά τα παιδιά υπέμειναν σιωπηλά αυτό το μαρτύριο; Γιατί δεν έλεγαν κάτι στους γονείς τους; Τι συνέβαινε στην οικογένεια του για να επιλέξει να μη μιλήσει για την κακοποίηση του από άλλους; Ήταν αυτή η σιωπή ένα είδος μαρτυρίου;
Κι έτσι οι χαρακτήρες του Roberto και της Alejandra πήραν σάρκα και οστά. Εκείνη υπομένει κάθε είδους κακομεταχείριση στο σχολείο, γιατί δεν θέλει να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα στον πατέρα της, θέλει να τον ανακουφίσει από την κατάθλιψή του μετά το θάνατο της γυναίκας του, της Λουτσία. Η Alejandra προσπαθεί να επαναφέρει στο σπίτι τη σταθερότητα και την ηρεμία που επικρατούσε πριν τον χαμό της μητέρας της, και πιστεύει ότι για να το κάνει αυτό, πρέπει να είναι δυνατή. Αλλά το φορτίο της ευθύνης είναι πολύ βαρύ για εκείνη και σίγουρα δεν είναι δική της δουλειά να το σηκώσει.
Εξαιτίας του πένθους τους, η μεταξύ τους σχέση έχει χάσει την ισορροπία της. Η Alejandra προσπαθεί να παίξει ένα γυναικείο ρόλο, ένα υποκατάστατο της μητέρας της στη ρουτίνα του σπιτιού. Από την πλευρά του, ο πατέρας δεν ξέρει πώς να μιλήσει ειλικρινά με την κόρη του. Δεν καταλαβαίνει τι εννοεί. Ο θηλυκός με τον αντρικό κόσμο παρουσιάζονται εντελώς ασυμβίβαστοι. Επίσης είναι στο απόγειο της εφηβείας, ένα περίπλοκο στάδιο στην ανάπτυξη ενός ατόμου, για το οποίο χρειάζεται καθοδήγηση.
Οι συμμαθητές της ξέρουν πολύ καλά γιατί η Alejandra υποκύπτει στην κακοποίηση και γιατί δεν βγάζει μιλιά. Γνωρίζουν τους λόγους και ξέρουν τις συνθήκες ζωής της. Αλλά αντί να συμπάσχουν, εκμεταλλεύονται την αδυναμία της και οδηγούν τη βία και τη σκληρότητα στα άκρα. Αυτή η ανυπόφορη κατάσταση, παρ’ όλα αυτά, συμβαίνει σε ένα φαινομενικά υγιές και κανονικό περιβάλλον.
Αυτό το φαινόμενο είναι πραγματικό (πρόκειται για το bullying – τραμπουκισμός) και μπορεί να εντοπιστεί σε οποιοδήποτε σχολείο στο Μεξικό και σε όλη τη δυτική κοινωνία ανεξάρτητα από το κοινωνικό και οικονομικό status των μαθητών. Όλοι συζητούν για το θέμα τώρα πια, όπως και για τα ναρκωτικά και πως πρέπει να ακούμε τους νέους ανθρώπους, αλλά το σύστημα δεν λειτουργεί. Το σχολείο έχει ένα σύστημα για να επιτηρεί τα παιδιά, αλλά αν αυτό δεν είναι προσωπικό, εξατομικευμένο, ανθρώπινο και άμεσο, μπορεί να καταλήξει επικίνδυνο.
Σε κάθε κοινωνική ομάδα, μια γραμμή έχει τραβηχτεί ανάμεσα σε αυτούς που κυριαρχούν και σε αυτούς που υποκύπτουν. Στα παιδιά και στους εφήβους, αυτός ο διαχωρισμός είναι ακραίος εξαιτίας της έλλειψης εμπειρίας, γνώσης και ωριμότητας. Σε κάθε παιδική χαρά, παιχνίδια εξουσίας μεταμφιέζονται σε φαινομενικά αθώα παιχνίδια. Ως επί το πλείστον, η σκληρότητα θεωρείται μια φυσιολογική διαδικασία, ένα στάδιο της ανάπτυξης. Αλλά υπάρχουν πολλά περιστατικά, όπου οι έφηβοι, που είναι τα σιωπηλά θύματα των συμμαθητών τους, οδηγούνται στην αυτοκτονία.
Η έρευνα για το φαινόμενο της παρενόχλησης στο σχολικό περιβάλλον δεν ήταν αυτό που με ενδιέφερε, αλλά πιστεύω ότι παρακολουθώντας προσεκτικά μια προσωπική ιστορία μπορούμε να αντιληφθούμε καλύτερα τη μεγάλη εικόνα.
Στο φιλμ, ο πατέρας δεν συνειδητοποιεί τι συμβαίνει στην κόρη του γιατί είναι περισσότερο νεκρός παρά ζωντανός. Διατηρεί λιγοστή ενέργεια για τη δουλειά του και αποφεύγει να αντιμετωπίσει τον οποιονδήποτε. Δεν έχει ούτε ένα θετικό συναίσθημα, δεν προσφέρει τίποτα, και είναι αδύνατο να δεχτεί τρυφερότητα. Δεν είναι κακός, είναι πολύ ευάλωτος και ικανός για γνήσια τρυφερότητα, αλλά μερικές φορές κάποιος απλά δεν μπορεί να επικοινωνήσει με αυτούς που αγαπάει.
Όταν η κόρη του πιάνει πάτο και αποφασίζει να ζητήσει βοήθεια, είναι η στιγμή που ο Roberto αρχίζει να είναι πάλι ζωντανός, γιατί τα πράγματα στη δουλειά του έχουν βελτιωθεί. Ξαφνικά, η Alejandra πιστεύει ότι οι θυσίες της έχουν εξυπηρετήσει το σκοπό της και επιλέγει να τον αφήσει στη ησυχία του. O Roberto αρχίζει να αισθάνεται καλύτερα, χωρίς να αναγνωρίζει ότι η κατάσταση της κόρης του πάει από το κακό στο χειρότερο. Οι χαρακτήρες κάνουν λάθη που τους απομακρύνουν από αυτά που χρειάζονται περισσότερο. Πως μπορείς να απομακρυνθείς τόσο πολύ από το πιο κοντινό σου πρόσωπο, από αυτόν που αγαπάς περισσότερο; Κατά τη γνώμη μου, αν δεν υπάρχει επικοινωνία, δεν υπάρχει ελπίδα.
Στη δουλειά μου, η πρόκληση είναι να εξασφαλίσω ότι το ύφος της ταινίας είναι φυσικό και ρεαλιστικό. Έχω το πλεονέκτημα να γράφω τους περισσότερους χαρακτήρες γνωρίζοντας ποιος θα τους υποδυθεί. Έτσι, η διαδικασία γίνεται πιο ενδιαφέρουσα, οι χαρακτήρες παραμένουν αληθινοί και ράβονται στα μέτρα των ηθοποιών. Η Alejandra ερμηνεύεται από την Bess Ia. ‘Έχει εμφανιστεί σε μια μόνο ταινία (The Burning Plain του Guillermo Arriaga), όταν ήταν 11 χρονών και ξέρει πώς να είναι φυσική. Δεν έχει αποκτήσει τικ, όπως συμβαίνει με τα παιδιά που είναι ηθοποιοί. Αρχικά, τον ρόλο του παιδιού στην ταινία το είχα γράψει για ένα αγόρι. Αλλά είμαι οικογενειακός φίλος με την Tessa και πέρασα πολύ καιρό στο σπίτι της παρέα με τους φίλους της . Μου ήρθε η ιδέα ότι θα μπορούσα να δουλέψω μαζί τους και να αποτυπώσω την άνετη, φυσική συμπεριφορά τους στο φακό.
Τα άλλα παιδιά που παίζουν είναι οι πραγματικοί φίλοι και συμμαθητές της Tessa . Κανείς από αυτούς δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός, αλλά όλοι είναι αρκετά ευαίσθητοι ώστε να αποδώσουν με ειλικρίνεια τους ρόλους τους και να κατανοήσουν τη διαδικασία της ταινίας. Από τη στιγμή που ξεκινήσαμε τα γυρίσματα, είχαμε αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να αυτοσχεδιάσουμε, αρκετή δύναμη, ώστε να πάρουμε αυτό το ελεγχόμενο ρίσκο με την ελπίδα ότι θα δημιουργήσουμε αυθόρμητες και αληθοφανείς σκηνές.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)