των Benicio Del Toro, Pablo Trapero, Julio Medem, Elia Suleiman, Gaspar Noé, Juan Carlos Tabio, Laurent Cantet
(τα σημειώματα των σκηνοθετών)
Benicio Del Toro
Η ταινία θα παρουσιάσει μια εικόνα από τη νυχτερινή ζωή της Αβάνας και τις ιδιοσυγκρασίες της. Μια νύχτα στην οποία ο Teddy ανακαλύπτει ότι η γοητεία της Αβάνας έχει ρεαλιστική, αλλά και εξωπραγματική διάσταση, αρκεί ο ίδιος να ξεπεράσει το αισθητικό σοκ των ρημαγμένων σπιτιών και τους αργούς ρυθμούς της. Είναι μία νύχτα στην οποία ένας τουρίστας ανακαλύπτει αυτό στο οποίο κατέληξε ο Graham Greene όταν δήλωνε ότι η Αβάνα ήταν μία πόλη όπου «όλα είναι πιθανά».
Η ταινία θα τονίσει το πόσο δύσκολο είναι να περιγραφεί η πραγματική ουσία της Αβάνας, σε συνδυασμό με τις χιουμοριστικές στιγμές που προκαλούν οι «αδυναμίες» της πόλης. Θα γίνουμε μάρτυρες της μεταμόρφωσης του Tedy, από την πρώτη κιόλας στιγμή που ο ίδιος ενοχλείται με την αδυναμία του νησιού να συμμεριστεί την αγάπη του για το μεθυστικό πνεύμα της Κούβας.
Pablo Trapero
Η Αβάνα είναι μια μυθική πόλη που αγγίζει μια συγκεκριμένη χορδή στις καρδιές των Λατινοαμερικάνων σκηνοθετών, και κατά συνέπεια και τη δική μου. Η πρώτη μου επαφή με αυτή την πόλη ήταν το 1999 όταν ήρθα να παρουσιάσω την ταινία μου MUNDO GRUA στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Αβάνας. Έκτοτε έρχομαι συχνά.
Το JAM SESSION είναι κατά κάποιο τρόπο μια παραβολή γύρω από τη δόξα. Όταν ο Εμίρ Κουστουρίτσα φτάνει στην Αβάνα, σε έναν τόπο που δεν αγγίζει ο χρόνος, ξυπνάει μέσα του κάτι. Ανακαλύπτει, για πρώτη φορά μετά από καιρό, ένα μέρος όπου το φαίνεσθαι δεν είναι το παν. Μέσω της απλής επαφής του με τον γύρω κόσμο, μεταμορφώνεται κατά τη διάρκεια της ταινίας και γίνεται ξανά ο εαυτός του. Καταφέρνει να ελευθερωθεί από τη δημόσια εικόνα που έχει κυριεύσει την ύπαρξή του και έχει αλλοιώσει τη συμπεριφορά του.
Αυτή η αλλαγή οφείλεται βασικά στον οδηγό, έναν άνθρωπο σκληρό όσον αφορά τα συναισθήματά του. Εμείς βλέπουμε τη δημιουργία μιας υπέροχης φιλίας, φυσιολογικής μα και αταίριαστης ταυτόχρονα, που θα επιτρέψει σε έναν «χαμένο» άνθρωπο να βρει τον εαυτό του. Η παραβολή κορυφώνεται στο τέλος όταν το βραβείο που παίρνει ο σκηνοθέτης νωρίτερα στην ταινία, ένα εξωτερικό σύμβολο σεβασμού και καταξίωσης, καταλήγει σε ένα πλαστικό φορτηγό που ανήκει στην κόρη του οδηγού.
Julio Medem
Η ταινία περιλαμβάνει τρεις χαρακτήρες: τη Cecilia, τον Jose και τον Leonardo και είναι εμπνευσμένη από το βιβλίο του 19ου αιώνα “Cecilia Valdes”, που εκπροσωπεί την κουλτούρα της Κούβας. Αυτοί οι 3 χαρακτήρες βρίσκονται μπλεγμένοι σε ένα ερωτικό τρίγωνο που δεν υποκινείται μόνο από το συναίσθημα της αγάπης, αλλά και από τις επαγγελματικές φιλοδοξίες. Η Cecilia είναι μια ταλαντούχα τραγουδίστρια, ο Leonardo ένας Ισπανός επιχειρηματίας και ο Jose ένας νεαρός αθλητής και σύντροφος της Cecilia.
Κάποια από τα συστατικά, ιδίως η δραματική ένταση, υπήρχαν ήδη στο βιβλίο. Το σκηνικό όμως έχει εκσυγχρονιστεί τελείως και είναι απόλυτα επίκαιρο όπως και η δομή της ιστορίας. Ήθελα να διηγηθώ την ιστορία τους ξεκινώντας από την κορύφωση της σχέσης και ύστερα.
Όταν ξεκινάει η ταινία, η Cecilia είναι σε σημείο καμπής μιας και βρίσκεται αντιμέτωπη με μία σημαντική απόφαση – ίσως τη σημαντικότερη της ζωής της – και αδυνατεί να δεχτεί το άγχος που τη συνοδεύει.
Αυτό το ερωτικό τρίγωνο αποτελεί μια ιδιαίτερη μεταφορά, στην οποία ο Jose εκπροσωπεί την Κούβα, τη χώρα της. Αν η Cecilia μείνει μαζί του θα δείξει πίστη και δε θα προδώσει την πατρίδα και τον λαό της. Ο Leonardo από την άλλη είναι μια ευκαιρία για επαγγελματική σταδιοδρομία στο εξωτερικό, στην Ισπανία. Εκπροσωπεί μια ευκαιρία για νέα ζωή.
Elia Suleiman
Όταν με πλησίασαν οι παραγωγοί για να σκηνοθετήσω μία από τις ιστορίες του 7 ΗΜΕΡΕΣ ΣΤΗΝ ΑΒΑΝΑ μουρμούρισα κάτι που μόνο απάντηση δεν ήταν. Δε μιλάω Ισπανικά, τους είπα, δεν έχω πάει ποτέ στην Αβάνα και δε γνωρίζω τίποτα για την Κούβα. «Θα έχει ενδιαφέρον», μου απάντησαν. Με κάλεσαν να πάω στην Αβάνα για μερικές μέρες προτού το αποφασίσω. Πήγα στην Αβάνα και έμεινα τέσσερις μέρες. Φεύγοντας από την Κούβα συνειδητοποίησα ότι είχα αρχίσει να καταλήγω από την πρώτη μέρα. Προετοίμαζα την απάντησή μου επιστρέφοντας με το αεροπλάνο και δοκίμαζα διάφορους τόνους της φωνής μου προκειμένου να ακουστεί καλά το οριστικό μου «όχι». Τη στιγμή που η «Αραβική Άνοιξη» φτάνει στο απόγειό της, για ποιο λόγο να στραφώ εγώ στην αντίθετη κατεύθυνση και να ασχοληθώ με μία τελειωμένη και κομφορμαρισμένη επανάσταση, αναρωτήθηκα. Αν αυτό που μας απασχολεί είναι το δράμα του πολέμου τότε έχουμε και τη Γάζα λίγο πιο κάτω. Εξάλλου, δεν θεωρούσα εξωτική την Αβάνα. Αντιθέτως, ένιωθα αποξενωμένος. Συνάντησα τους παραγωγούς για να τους δώσω την απάντησή μου. Μπερδεύοντας τη γλώσσα μου, με έναν αξιοθαύμαστο και μεταφυσικό τρόπο, και με απόλυτη αποφασιστικότητα, τους είπα «ναι». Τα υπόλοιπα είναι παρελθόν. Ένα σύντομο, αλλά τρυφερό παρελθόν, η ανάμνηση του οποίου «ζει» μέσα σε μια, μικρού μήκους, ταινία.
Gaspar Noé
Ο Τσε, ο σπουδαιότερος συμπατριώτης μου. Ο Φιντέλ, ο μόνος άνθρωπος που ανέτρεπε τα σχέδια της CIA για 50 χρόνια. Το SOY CUBA, η ταινία που με ενέπνευσε πιο πολύ απ’ όλες με τη φωτογραφία της.
Πάντως για να είμαι ειλικρινής, ο λόγος που έκανα αυτή την ταινία είναι επειδή ένας φίλος που πέρασε αρκετό καιρό στην Κούβα μού είπε ότι εκεί υπάρχουν τα ωραιότερα κορίτσια και οι καλύτερες χορεύτριες του κόσμου. Μισώ τον τουρισμό. Περίμενα χρόνια μέχρι να βρω μια καλή δικαιολογία για να ταξιδέψω στο μυθικό νησί. Έχοντας χάσει την προβολή του ΜΗ ΑΝΑΣΤΡΕΨΙΜΟΣ στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αβάνας το 2002, περίμενα μέχρι το τέλος του 2009 και την επιλογή του ENTER THE VOID για να πάω. Εκείνη την εποχή, με είχαν πλησιάσει ήδη κάποιοι από τους παραγωγούς με το 7 ΗΜΕΡΕΣ ΣΤΗΝ ΑΒΑΝΑ κατά νου. Και γι’ αυτό, αφού το «κάψαμε» για 3 μέρες, δέχτηκα να το κάνω. Συνειδητοποίησα όμως ήταν ότι η κοινωνική πραγματικότητα σήμερα ήταν πιο σύνθετη από την ουτοπία του Κάστρο, τις αρετές της οποίας ο πατέρας μου επαινούσε τόσο, και η φαντασία της Κούβας ήταν συνδεδεμένη με την αφρικανική μαγεία περισσότερο απ’ ό,τι περίμενα. Ενάμιση χρόνο μετά, επέστρεψα στην Κούβα για να γυρίσω, με αρκετό αυτοσχεδιασμό και περιορισμένο συνεργείο, μία ταινία μικρού μήκους με μία σκηνή χορού και ένα τελετουργικό «κάθαρσης».
Juan Carlos Tabio
To DULCE AMARGO (ΓΛΥΚΟΞΙΝΟ) είναι κάτι οξύμωρο. Γιατί τα πράγματα είναι όπως φαίνονται, αλλά είναι και το αντίθετο. Δε γίνονται πάντα αυτά που λέγονται. Τίποτα δεν είναι οδυνηρότερο από τη δημιουργία της δικής μας ευτυχίας. Η ταινία μιλάει για μία ημέρα από τη ζωή της Mirta και του Daniel. Η Mirta είναι μια ψυχολόγος που καταλήγει να φτιάχνει πίτες για να τις πουλάει (σαν βασικό εισόδημα , όχι συμπλήρωμα). Ο Daniel είναι ένας απόστρατος αντισυνταγματάρχης (δεν ξέρω αν είναι απόστρατος επειδή είναι αλκοολικός ή αν έγινε αλκοολικός μετά την αποστράτευσή του). Το DULCE AMARGO είναι μία από τις επτά πιθανές ιστορίες που διαδραματίζονται στην πραγματικότητα της σύγχρονης Αβάνας. Και ο ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι μία άλλη μορφή φαντασίας.
Laurent Cantet
Σε ένα παλιότερο ταξίδι στην Αβάνα όπου αναζητούσαμε τοποθεσίες για μια άλλη ταινία, ανοίξαμε την πόρτα ενός κτιρίου στη Μαλεκόν και συναντήσαμε τη Νατάλια, μία πολύ ευχάριστη και ζωντανή γυναίκα στα 60 της, ντυμένη με στολή εργάτη, η οποία μας κάλεσε να επισκεφτούμε το διαμέρισμά της. Μέσα, το κεντρικό δωμάτιο ήταν γεμάτο ζωή. Πέντε έξι άνθρωποι έχτιζαν μία περίεργη λίμνη που έπρεπε να ολοκληρωθεί μέσα σε λίγες μέρες. Το άγαλμα της Παρθένου βασίλεψε για λίγο σε μία κρεβατοκάμαρα, αλλά σύντομα θα έμπαινε σε ένα βάθρο, στη μέση της μικρής πισίνας που σχημάτιζαν με τα τούβλα.
Η Νατάλια, μια ιέρεια της Σαντερία, ετοίμαζε μια τελετή για να γιορτάσει την 15η επέτειο από τη μύησή της. Οι γείτονες ήταν λες και είχαν μαζευτεί για τον σκοπό αυτό και δούλευαν όλοι μαζί με μία χαρά που με ψυχαγωγούσε και με έκανε να θέλω να καταγράψω όλα όσα συνέβαιναν. Σύντομα συνειδητοποίησα ότι αυτό που έβλεπα ήταν μια άρτια αλληγορία της κουβανέζικης κοινωνίας, όπου τίποτα δεν είναι δυνατό, αλλά όλα έχουν αίσιο τέλος χάρη στη φαντασία, τον ενθουσιασμό και τα τερτίπια της τύχης. Ας μην ξεχνάμε την αλληλεγγύη και τη συμπαράσταση.
«Έκλεισα» γρήγορα το σενάριο, και ο περιορισμένος χρόνος (μία ημέρα, για την ακρίβεια) ενίσχυσε την κατάσταση, δημιουργώντας μία αίσθηση βιασύνης που θα άρμοζε και στην πιο ακραία κωμικότητα. Είναι η πρώτη φορά που καταπιάνομαι με ένα είδος που δε γνωρίζω: την κωμωδία. Και ήταν μεγάλη χαρά, να ωθώ τις καταστάσεις στο χείλος της φάρσας. Ήθελα να δώσω στη Νατάλια πρωταγωνιστικό ρόλο. Την είχα δει για πολύ λίγο, αλλά ήταν αρκετό για να μαγευτώ από τη ζωντάνια και το χάρισμά της. Όταν συναντηθήκαμε τη δεύτερη φορά, δίστασε για 30 δεύτερα περίπου προτού δεχτεί και μετά, με τη δυνατή φωνή της, όπως στην πρώτη σκηνή της ταινίας, φώναξε τους γείτονές της στην αυλή. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε μαζέψει αυτούς που ήταν παρόντες στην κατασκευή του σιντριβανιού: τους χτίστες, τις γυναίκες, τα παιδιά. Το ιδανικό καστ, με άλλα λόγια. Και με τη γενικότερα καλή διάθεση που είχα, κάναμε μερικά δοκιμαστικά όπου όλοι έπαιζαν τον ρόλο τους ακολουθώντας τις δικές μου οδηγίες, χωρίς καθόλου ντροπή μπροστά στην κάμερα, με αρκετή άνεση και άφθονο ενθουσιασμό. Εγώ θα έκανα το γύρισμα που ήθελα, χωρίς επαγγελματίες ηθοποιούς και με αρκετό χώρο για αυτοσχεδιασμό. Μία ταινία που συνδυάζει το ντοκιμαντέρ και την ταινία (στην προκειμένη, την κωμωδία). Μία ταινία που σου επιτρέπει να δεις πρόσωπα που δε βλέπεις ποτέ στον κινηματογράφο, να ακούσεις καινούργιες φωνές. Μία ταινία που πάνω απ’ όλα θα δώσει φωνή σε αυτούς που τόσο σπάνια παίρνουν τον λόγο.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)