(για το Time του Kim Ki-Duk)
της Καλλιόπης Πουτούρογλου
Μπορούμε να γίνουμε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε;
(ή που νομίζουμε ότι είμαστε;)
«Ποτέ δεν πρόκειται να αποκτήσεις ξανά το παλιό σου πρόσωπο», λέει ο γιατρός στη She-hee για να την αποτρέψει από την απόφασή της να υποβληθεί σε πλαστική επέμβαση. Η ίδια όμως πεπεισμένη ότι η σχέση της έχει νικηθεί από το χρόνο παραμένει αμετακίνητη στην απόφασή της. Θέλει να απαλλαγεί ολοκληρωτικά από ένα πρόσωπο που θεωρεί ότι κούρασε το σύντροφό της καίγοντας πριν την εγχείρηση εικόνες του παλιού της εαυτού. Και πραγματικά μετά από αυτή την επέμβαση τίποτα δε θα είναι το ίδιο. Η εξωτερική μεταμόρφωση θα γίνει αφορμή για μια σειρά καταλυτικών εσωτερικών αλλαγών και ψυχικών διακυμάνσεων -από τη στιγμιαία ευτυχία στη βαθιά απογοήτευση κι από κει στην απόγνωση- που θα έχουν τραγική κατάληξη τόσο για την ίδια, όσο και για τον άνδρα της ιστορίας.
Στη 13η ταινία του, Time, ο Κορεάτης σκηνοθέτης Kim Ki-Duk (Κιμ Κι-Ντουκ) δίνει με αλληγορικό τρόπο το φόβο της απώλειας του άλλου, απόρροια της νομοτέλειας του χρόνου -που με το πέρασμά του αφήνει τα σημάδια του στη σχέση.
Στην ταινία παρακολουθούμε τη She-hee να βασανίζεται από την έμμονη ιδέα ότι ο χρόνος έχει φθείρει αμετάκλητα τη σχέση της με τον Ji-woo. Ύστερα από δυο χρόνια ερωτικής σχέσης, φαίνεται ότι το πάθος του νεαρού άνδρα για τη φίλη του εξασθενεί, κάτι που σε συνδυασμό με το διακριτικό αλλά εμφανές ενδιαφέρον του για άλλες γυναίκες πυροδοτεί εξάρσεις ζήλιας στη She-hee και συμπεριφορές που αγγίζουν τα όρια της υστερίας. Η κοπέλα, δέσμια των εμμονών της, που δεν είναι σε θέση να ελέγξει, θα εγκαταλείψει τον εραστή της, πριν την εγκαταλείψει ο ίδιος. Θα εμφανιστεί μόνο ύστερα από έξι μήνες, με ένα άλλο όμως πρόσωπο. Η εξάμηνη ξαφνική και αναίτια απουσία της, έμμεση τιμωρία του Ji-woo για την πλασματική -αλλά τόσο υπαρκτή για την ίδια- «απιστία» του θα γίνει με τη σειρά της αφετηρία μιας βασανιστικής περιόδου στη ζωή του τελευταίου.
Ένας νέος εαυτός
Όταν η κοπέλα θα ξαναεμφανιστεί ως See-hee, με μια μικρή παραλλαγή στο όνομα και ελαφρώς μεγαλύτερη στην εμφάνιση, θα ξανακερδίσει το ενδιαφέρον του Ji-woo, μπαίνοντας σε ένα παιχνίδι με απρόβλεπτες γι αυτήν συνέπειες. Η See-hee είναι ένα άλλο, νέο «πρόσωπο» για το νεαρό πρωταγωνιστή της ταινίας, που προφανώς κάτι του θυμίζει από την παλιά του αγαπημένη, αλλά που δεν παύει ούτε μια στιγμή να αποτελεί γι΄αυτόν μια νέα εμπειρία. Ενδεικτική αυτής της διάστασης ανάμεσα στην «παλιά» She-hee και στη «νέα» See-hee είναι και το ότι τους ρόλους των δυο γυναικών υποδύονται διαφορετικές ηθοποιοί. Και όταν μετά την ερωτική επαφή με τη See-hee ο Ji-woo θα δηλώσει ότι ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε έτσι, τότε αποκαλύπτεται μια ειρωνική διάσταση που καταντά σχεδόν τραγική, όχι μόνο για το θεατή αλλά και για την ηρωίδα που κρύβεται πίσω από το προσωπείο.
Από το σημείο αυτό ξεκινάει η εσωτερική σύγχυση της ηρωίδας, η αμφιταλάντευση της ανάμεσα στην αυταρέσκεια, που δοκιμάζει ως See-hee και στην απογοήτευση που βιώνει ως (πρώτη) She-hee. Κι επειδή το στοιχείο της ζήλιας έχει αρχίσει και πάλι να τη στοιχειώνει θα καταφύγει στο εύρημα του σημειώματος, με το οποίο θα δοκιμάσει στην ουσία τα πραγματικά αισθήματα του αγαπημένου της.(είχαν προηγηθεί πιο ανώδυνες δοκιμασίες σε μορφή ερωτήσεων που προοδευτικά γίνονταν όλο και πιο πιεστικές ).
Στη σκηνή του καφέ, όπου η See-hee αντιδρά υστερικά στην ανακοίνωση του Je-woo ότι την εγκαταλείπει για χάρη της πρώτης του αγαπημένης (δηλαδή του παλιού της εαυτού), τα προσωπεία έχουν ήδη πέσει. Τώρα η έκρηξη ζήλιας της μας θυμίζει την ίδια πριν την πλαστική επέμβαση (στην αρχή της ταινίας), μόνο που η ηρωίδα βρίσκεται ήδη παγιδευμένη στο παιχνίδι που έστησε η ίδια. Η επιβεβαίωση των λόγων του γιατρού είναι γεγονός.
Μάσκες και προσωπεία
Στη μοιραία συνάντηση της She-hee με τον Ji-woo, η ηρωίδα θα εμφανιστεί με μάσκα, παραπέμποντας στην κοπέλα του πλοίου που είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον του άνδρα, κατά το μεσοδιάστημα της εξαφάνισης. Η απόκρυψη του μεταμορφωμένου προσώπου, δεν την εμποδίζει βέβαια να αποκαλύψει τα αίτια που την οδήγησαν στην τρομακτική πράξη: η πλαστική προσώπου που δεν αποσκοπεί στο να βελτιώσει την αισθητική ενός προσώπου, αλλά να αλλοιώσει/ μεταπλάσει ένα όμορφο πρόσωπο με σκοπό την εξαπάτηση αποκτά τώρα τρομακτικές διαστάσεις «Φοβόμουν το χρόνο που τα αλλάζει όλα,…φοβόμουν ότι με είχες βαρεθεί», ομολογεί στον πρώην φίλο της και του ζητάει να προχωρήσει ο ίδιος στην αποκάλυψη του νέου της προσώπου. Η άρνηση του θα σηματοδοτήσει την οριστική της ήττα και θα μπορούσε να ορίσει ουσιαστικά και το τέλος της ταινίας.
Τα όσα συμβαίνουν από δω και στο εξής αποτελούν ως ένα βαθμό επανάληψη από την αντίστροφη. Είναι τώρα ο Ji-woo που εξαφανίζεται ύστερα από μια αντίστοιχη επέμβαση πλαστικής προσώπου, είναι αυτός που αρνείται το πραγματικό του πρόσωπο. Είναι άραγε μια προσπάθεια εκδίκησης ή απόπειρά του να παίξει το ίδιο παιχνίδι; Η ταινία δε δίνει απαντήσεις σ΄ αυτά τα ερωτήματα, αλλά και σε άλλα που αφήνει ανοιχτά, όπως η διαρκής αναζήτηση του άλλου, της αληθινής του ταυτότητας, πίσω από το εκάστοτε προσωπείο του. Είναι τόσο εύκολο να αλλάξουμε «φαίνεσθαι», τι γίνεται όμως με το «είναι», την ουσία της ύπαρξής μας που μας ακολουθεί παντού, όσες μεταμορφώσεις και να υποστούμε, με τις μνήμες που επανέρχονται μέσα από παλιές φωτογραφίες, ή τόπους-σκηνικά, όπως το πάρκο των γλυπτών.
Ο Χώρος και ο Χρόνος
Στο ερωτικό πάρκο, όπου παρακολουθούμε επανειλημμένα τους ήρωες, μόνους τους ή ως ζευγάρι, τα ζωντανά σώματα μπερδεύονται με τα γυμνά γλυπτά, η πλαστική τέχνη με την πραγματικότητα, το ιδεατό με το γεγονός σ΄ έναν παρόντα χρόνο που φαίνεται να έχει παγώσει για πάντα. Το αγκάλιασμα των εραστών στη σκάλα, που μοιάζει να ξεκινάει από τη θάλασσα και να οδηγεί στο άπειρο του ουρανού, «προστατευμένων» από τις τεράστιες παλάμες που τους περικλείουν, θα μπορούσε να είναι ίσως ένα ειρωνικό σχόλιο στην ψευδαίσθηση της αιώνιας αγάπης, ή της μάχης με το χρόνο που είναι ακατάλυτος. Το γλυπτό στην τελευταία σκηνή του έργου παραμένει αξία σταθερή, αμετακίνητο και αιώνιο, σ ΄έναν κόσμο που κινείται και αλλάζει συνεχώς, όπως δείχνει το προηγούμενο πλάνο με τα εκατοντάδες ανώνυμα πρόσωπα (ή προσωπεία;) στους δρόμους.
Και η ηρωίδα; Αυτή, θύμα τελικά του ερωτικού πάθους που οδηγεί στον παροξυσμό και την παράνοια, (ή μήπως της πραγματικής αγάπης, όπως αφήνεται να σχολιαστεί μες την ταινία), αρχικά τιμωρός και θύτης, επιβιώνει καταφεύγοντας σ΄ ένα νέο προσωπείο, για να γίνει «αγνώριστη». Η αρχική αινιγματική σκηνή της συνάντησης των δύο γυναικών στην είσοδο της κλινικής, φωτίζεται με την επανάληψή της στο τέλος της ταινίας και επιβεβαιώνει την κυκλική ροή του χρόνου: η γυναίκα με τη μάσκα κρατώντας στα χέρια της τη φωτογραφία του προηγούμενου της προσωπείου πέφτει επάνω στον παλιό της πρώτο εαυτό από τον οποίο δε θα μπορέσει να ξεφύγει ποτέ. Φαίνεται σοφότερη και πιο αποφασιστική, είναι όμως σχετικά ευάλωτη, αφού κουβαλάει ακόμα τα τραύματα του παρελθόντος.
Στην ταινία Time οι χώροι δράσης επανέρχονται αμετάβλητοι ως σταθερά σημεία αναφοράς και οι σκηνές της αφήγησης διαδέχονται γραμμικά η μία την άλλη. Όπως όμως μας δείχνει και η σκηνή του τέλους, πραγματικός πρωταγωνιστής της ταινίας είναι τελικά ο χρόνος: ο παρών, ο περασμένος αλλά και ο μέλλοντας που εμπεριέχει τους δυο προηγούμενους και εμπεριέχεται σε αυτούς. Ο χρόνος στην αέναη κυκλική ροή του, ως καταστροφέας αλλά και δημιουργός μορφών.
Μέσα σ΄ αυτό το χώρο-χρόνο ο Kim Ki-Duk καταγράφει, με τρόπο άλλοτε πεζό κι άλλοτε σχεδόν ποιητικό, κάποιες από τις σημαντικότερες αγωνίες όχι μόνο της γυναίκας, αλλά του κάθε ανθρώπου: το φόβο της απώλειας –μέσω της φθοράς- και της μοναξιάς, την ανάγκη για μοναδικότητα στις σχέσεις, τα συναισθηματικά αδιέξοδα στα οποία οδηγούν σπασμωδικές ενέργειες για επαφή και επικοινωνία, την επιθυμία να αλλάξουμε για να αντισταθούμε στο χρόνο.