(Notes on Summer)
του Diego Llorente
(κριτική: Καλλιόπη Πουτούρογλου)
«Τον Αύγουστο δεν υπάρχουν προβλήματα ή τουλάχιστον μπορούν να περιμένουν ως τον Σεπτέμβρη.» Αυτή η ανάλαφρη στάση μιας σκόπιμης αναβλητικότητας, που όσο κι αν συνδέεται με την καλοκαιρινή ανεμελιά και ραστώνη δεν είναι πάντα και τόσο ανώδυνη, διατρέχει το ίδιο ανάλαφρα -και ανεπιτήδευτα- την απλή ιστορία της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του Diego Llorente. Μια νεαρή γυναίκα, αφήνει πίσω της την μεγάλη πόλη (εδώ η Μαδρίτη) με τις επαγγελματικές υποχρεώσεις, την καθημερινή ρουτίνα και το αγόρι της, με το οποίο πρόσφατα ξεκίνησε τη συγκατοίκηση, για ένα ξέγνοιαστο καλοκαίρι στην παραθαλάσσια γενέτειρά της. Εκεί μια συνάντηση με τον νεανικό της έρωτα θα ξαναζωντανέψει ένα παλιό πάθος και θα κλονίσει τις ισορροπίες της.
Στο «Notes on Summer» ο Llorente επιστρέφει κι αυτός μαζί με την ηρωίδα του, την Μάρτα, στη γενέτειρά του, τις Αστούριες και συγκεκριμένα στην πόλη Χιχόν για να μας δώσει με νωχελική, σχεδόν μελαγχολική διάθεση μια ταινία που ενώ κουβαλά ανεπαίσθητα έναν ρομερικό απόηχο, στην πραγματικότητα αντανακλά έντονα τον σφυγμό της εποχής της. Μιας εποχής με εμφανή τα σημάδια της οικονομικής κρίσης και ανασφάλειας, που εντοπίζεται όχι μόνο στη γεωγραφία αλλά και στην προσωπική διαδρομή της ηρωίδας. Η σχέση της Μάρτα με τον Λέο στο κοινό τους διαμέρισμα στη Μαδρίτη προσφέρει ασφάλεια και σταθερότητα. Με τον Πάμπλο, τον νεανικό της έρωτα, η Μάρτα θα μπορούσε ενδεχομένως, να είναι «φτωχή αλλά ευτυχισμένη» όπως αναφέρει η ίδια, αστειευόμενη, σε μια κοινή τους συνομιλία. Σε έναν τόπο που κουβαλάει κάτι από την αθωότητα και την ελευθερία της νιότης που χάνεται στο βωμό της ενηλικίωσης και των ευθυνών, οι δυναμικές των δύο σχέσεων- που χαρακτηρίζονται από μια διαφορετικού είδους οικειότητα- μπορεί προς στιγμή να συγκρούονται, το παιχνίδι ωστόσο φαίνεται προκαθορισμένο.
Όπως ακριβώς προδιαθέτει και ο τίτλος του το «Notes on Summer» δεν είναι παρά μια παράθεση οπτικών σχολίων ή παρατηρήσεων, μικρών χρονικών που δίνονται μέσα από παρατεταμένες νατουραλιστικές σκηνές και σποραδικούς διαλόγους, συχνά αυτοσχέδιους, μιας καθημερινότητας που φαντάζει ασήμαντη. Από τη Μαδρίτη στην παραθαλάσσια Χιχόν και από εκεί πίσω στην πρωτεύουσα η κάμερα ακολουθεί την κεντρική ηρωίδα στις διαδρομές της, αποτυπώνοντας μέσα από χειρονομίες, σύντομες συνομιλίες και σωματικές πράξεις την χαρτογράφηση ενός εσωτερικού τοπίου σε αναστολή. Η ανάγνωση ενός βιβλίου, οι χαλαρές βόλτες στην παραλία, οι έξοδοι με φίλες, η τελετουργία του sidra (ο τρόπος που πίνουν μηλίτη οι νέοι της περιοχής), οι selfie, αλλά και η ερωτική αδημονία και το ερωτικό πάθος που πρέπει να σβήσει, στοιχειοθετούν αυτό το σύντομο καλοκαιρινό χρονικό μιας ηλικίας ελεύθερης, όπως ο σκόρπιος χρόνος των διακοπών της, που ακόμα δεν εστιάζει κάπου, λίγο πριν την οριστική λήψη αποφάσεων. Πριν την αναγκαστική είσοδο στην «πραγματική ζωή». Ίσως γι αυτό η ταινία να αφήνει μια ελαφριά μελαγχολική, γλυκόπικρη γεύση με την τελική της σκηνή.