(Κακόφημοι δρόμοι)
του Martin Scorsese
Η μοίρα είναι γραμμένη για τον Τόνι και τον Μάικλ που είναι ιδιοκτήτες ενός μικρού μπαρ και κάνουν συμφωνίες στους κακόφημους δρόμους της «Μικρής Ιταλίας» της Νέας Υόρκης. Για τον Τσάρλι, ωστόσο, το μέλλον δεν είναι και τόσο ξεκάθαρο: δουλεύει για τον θείο του, συλλέγει και διεκδικεί παλιές οφειλές, είναι όμως πολύ τίμιος για να γίνει πετυχημένος στο χώρο του οργανωμένου εγκλήματος.
Ο Αχιλλέας Ψαλτόπουλος σημειώνει για την ταινία στο περιοδικό Τσόντα τ. 8: "(... )Σκοτεινά, λαμπερά εσωτερικά, κοφτερός διάλογος, στρατηγικές εκρήξεις δράσης, μακριά πλάνα με ακίνητη την κινηματογραφική μηχανή η κινώντας την αργά σαν κάποιον που παραμονεύει για να κτυπήσει ξαφνικά – σίγουρα, ο Σκορσέζε ξέρει τι θέλει να κινηματογραφήσει και πως να το κινηματογραφήσει. Σίγουρα επίσης είναι ένας από τους καλύτερους στιλίστες που ελέγχει το υλικό του και δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Και όπως λέει ο ίδιος: «στους Κακόφημους δρόμους εργάστηκα τόσο πολύ κι έφτασε νάναι αυτή η ταινία τόσο κοντά μου, ώστε ήξερα πλέον σχεδόν λέξη με λέξη τους διαλόγους των προσώπων του έργου, το πως θα έπρεπε να ντυθούν η να κουνηθούν. Οι Κακόφημοι δρόμοι ήταν ένα κομμάτι από τον εαυτό μου».
Παρ’ όλα αυτὰ μερικές φορές έχει κανείς την εντύπωση, ιδίως προς το τέλος ότι οι Κακόφημοι δρόμοι είναι ένα καλοκαμουφλαρισμένο μελόδραμα υψηλής ποιότητας και ίσως ο σχολαστικός υπολογισμός της ταινίας να γίνεται κάπου ενοχλητικός όπως π.χ. στο βίαιο επεισόδιο με τους αδελφούς Καρραντάιν και τον Βετεράνο του Βιετνάμ. Πάντως σαν σύνολο η ταινία παρουσιάζει έναν κλειστό κόσμο, αυτόν μιας εθνικής ομάδας σε μια γειτονιά. Αυτόν της μνήμης του Σκορσέζε. «Είναι ένας πραγματικός κόσμος που μετασχηματίζεται σ’ ένα αντικείμενο τέχνης, πολύ εντυπωσιακό να το παρατηρεί κανείς αλλά και πολύ ερμητικά κλειστό». (William Johnson, Film Quarterly, Spring 1975)."
(δ.τ.)