(Η αρπαγή)
της Iris Kaltenbäck
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_le-ravissement-2.jpg

Η Λιντιά αγαπάει τη δουλειά της ως μαία, την κολλητή της, Σαλομέ, και το φίλο της - που όμως της ομολογεί πως την απάτησε και χωρίζουν. Τη θλίψη της απαλύνει η χαρά για την εγκυμοσύνη της Σαλομέ κι ας ξέρει πως όσο πιο χαρούμενη γίνεται η μια τόσο μεγαλύτερη στενοχώρια περιμένει συνήθως την άλλη. Η γνωριμία της με τον οδηγό λεωφορείου Μιλός της αναπτερώνει το ηθικό, δεν συνεχίζεται, όμως, λόγω της απροθυμίας εκείνου. Πολλούς μήνες αργότερα θα τον ξανασυναντήσει τυχαία στο ασανσέρ του νοσοκομείου που εργάζεται. Εκείνος ήρθε για να επισκεφθεί τον πατέρα του κι εκείνη κρατά την Εσμέ, το μωράκι της Σαλομέ στην αγκαλιά της.
Μέχρι πού μπορεί να φτάσει κανείς για ν’ αγαπηθεί; Και τι αλήθειες μπορεί να κρύβουν τα ψέματα ή μια ακραία πράξη; Στην Αρπαγή/ Le Ravissement της Ιρίς Καλτενμπάκ η σκηνοθέτρια πατάει πάνω στα δύο αυτά ερωτήματα για να «χτίσει» εν είδει ψυχολογικού πορτρέτου και δράματος, μια αφήγηση με σασπένς, βάθος και νόημα, χαμηλόφωνη κι εσωτερική, που παίζει με τ’ ανείπωτο και τ’ αθέατο κι εξελίσσεται υποδόρια σαν μικρή σπουδή και σχόλιο, ουσιώδες κι ανθρωποκεντρικό, πάνω στην ανθρώπινη μοναξιά και την πόλη. Η κάμερα φανερώνει εμπράκτως απ’ το πρώτο κιόλας πλάνο στο θεατή το πώς το πολυπρόσωπο αστικό τοπίο καθιστά το άτομο αόρατο, προσπερνώντας κι η ίδια άλλα σώματα και πρόσωπα για να σταθεί σ’ εκείνο της Λιντιά. Καθιστώντας την ορατή ακριβώς επειδή τη διάλεξε, της προσφέρει όλη την προσοχή και την κοντινή ματιά που ο περίγυρος της στερεί -αφού ακόμα κι η Σαλομέ παραμένει μόνιμα εστιασμένη στον εαυτό της. Η εγγύτητα αυτή θα συνεχιστεί σ’ επίπεδο πλάνων σ’ όλη την ταινία που επιπλέον έχει και μια ντοκιμαντερίστικη διάσταση και πλαισιώνει σ’ επίπεδο εικόνας τη Λιντιά μ’ όλη τη ζεστασιά που της αρνείται η πλοκή, κάνοντας σήμα κατατεθέν της ένα κόκκινο, μαλακό πανωφόρι, περιβάλλοντάς την με ζεστά χρώματα και θερμούς φωτισμούς και δίνοντάς της την δυνατότητα να εμφυσά ζωή σε μουντά, μελαγχολικά τοπία. Ταυτόχρονα, υφαίνει γύρω της, σαν δίχτυ ασφαλείας και πρόσκληση σκέψης για το θεατή, μια καθοριστική, συνεχή εκτός κάδρου αφήγηση που θυμίζει λογοτεχνία κι υπαρξιακό αναστοχασμό από τον άνδρα που δεν θέλησε να την γνωρίσει όσο ήταν καιρός, αναζητά, όμως, τώρα τα κίνητρα πίσω απ’ τις πράξεις της, σχεδόν σαν ένα ψυχαναλυτικό εκ των υστέρων. Η εξαιρετική πρωταγωνίστρια Χαφσιά Χερζί δίνει ακόμα περισσότερο ρυθμό και τόνο στην ιστορία, με την μορφή και τις κινήσεις της, σαν μια πονεμένη Μαντόνα με μακριά λυτά μαλλιά που δείχνει μ’ αδιόρατες αποχρώσεις ανείπωτα συναισθήματα και ζητά απεγνωσμένα να αγαπηθεί, νιώθει, όμως, πως δεν μπορεί όσο το βρέφος δεν είναι δικό της.
Η σκηνοθέτρια παίρνει θέση από απόσταση δημιουργώντας μέσα απ’ την αντιδιαστολή των εικόνων της Λιντιά και του περίγυρού της με τον αδιάλειπτο λόγο του Μιλός, έναν ενδιάμεσο χώρο σκέψης για το θεατή, ζητώντας του να υπερβεί τα προφανή και ν’ αναρωτηθεί για τις ευθύνες και της Σαλομέ ή του Μιλός ή για τις κοινωνικές συνθήκες που μας θέλουν να υποφέρουμε μ’ «αξιοπρέπεια» ενώ μας σιγοκαίει η οδύνη ή η ζήλεια. Η αρπαγή είναι κατ’ ουσία η πρώτη φορά που η Λιντιά φανερώνει κάτι απ’ τις ανάγκες της κι αυτό αναγκάζει τους άλλους να ξεβολευτούν, όπως π.χ. τη Σαλομέ που όμως είναι αμφίβολο αν θα βάλει στο κάδρο και τον εαυτό της. Καθιστώντας ορατές τις ελλείψεις και τα ελαττώματα όλων, χωρίς διάθεση καταγγελίας αλλά με ήρεμη κατανόηση η ταινία μαλακώνει με τη στάση της την ματιά και την κρίση του θεατή, όπως κι εκείνη του Μιλός, καθιστώντας έτσι εφικτή ακόμα και τη συνάντηση που έμοιαζε χαμένη. Κι αυτό εκτός από παρήγορο είναι μάλλον κι ενδεικτικό: πως τη στιγμή που κάποιος αφήνεται και σπάει, ο άλλος για πρώτη φορά στέκεται εκεί και τον βλέπει.